«Η ανεργία στην Ελλάδα, τα τελευταία 3,5 χρόνια, περιορίστηκε σημαντικά από το 17,5 στο 11,5%. Όμως, αυτό δεν αρκεί. Για να συνεχιστεί η μείωση της ανεργίας, να έχουμε νέες δουλειές, να αντιμετωπίσουμε τις ανισορροπίες στην αγορά εργασίας, να προχωρήσουμε τις μεταρρυθμίσεις και να καλύψουμε το κενό στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να έχει σταθερή και σοβαρή κυβέρνηση. Αυτό είναι προς όφελος τόσο των εργαζομένων όσο και των ανέργων».
Αυτό σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στο συνέδριο για τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, που διοργανώνει ο «Economist».Ο κ. Χατζηδάκης προσδιόρισε τέσσερις παράγοντες, στους οποίους, παρά τη μείωση της ανεργίας, οφείλεται το χάσμα μεταξύ των δεξιοτήτων που διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό και εκείνων που αναζητά η αγορά εργασίας και παρουσίασε τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κυρίως με τον νόμο 4921/2022 «Δουλειές ξανά». Όπως είπε, οι παράγοντες αυτοί είναι:
- Προτιμήσεις: Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν προτιμούν την εργασία στον πρωτογενή τομέα (γεωργία και κτηνοτροφία), φαινόμενο που, όπως υπογράμμισε ο υπουργός, δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά και ευρωπαϊκό. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες – σημείωσε – υπάρχουν συμφωνίες για έλευση εργαζομένων από τρίτες χώρες που απασχολούνται σε αυτές τις εργασίες.
- Επιδόματα: Διαπιστώθηκε ότι δεκάδες χιλιάδες παρέμεναν εγγεγραμμένοι στο μητρώο της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), προκειμένου να επωφελούνται από τις παροχές που συνδέονται με αυτό, χωρίς να τις χρειάζονται. Για τον λόγο αυτό, όπως τόνισε, με τον νόμο «Δουλειές ξανά» άλλαξε το καθεστώς των επιδομάτων, τα οποία συνδέθηκαν με το εισόδημα, ενώ θεσπίστηκε το σύστημα των τριών προσφορών/τριών αρνήσεων: αν ο εγγεγραμμένος στο μητρώο αρνηθεί τρεις προσφορές κατάλληλων θέσεων εργασίας, τότε διαγράφεται από το μητρώο. «Είναι ένα πράγμα να χρειάζεται κάποιος το μητρώο και να το χρησιμοποιεί και άλλο να το εκμεταλλεύεται», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηδάκης.
- Μισθοί: Όπως έχει επαναλάβει συχνά και ο πρωθυπουργός, οι εργοδότες θα πρέπει να πληρώσουν υψηλότερους μισθούς, προκειμένου να βρουν τους εργαζόμενους που χρειάζονται. Φάνηκε αυτό άλλωστε πέρυσι ιδιαίτερα στον τουρισμό, όπου, παρά τη μη αδειοδότηση ξένων εργαζομένων, τα κενά καλύφθηκαν από Έλληνες που έλαβαν σχετικώς μεγαλύτερους μισθούς. Τις επόμενες ημέρες, υπενθύμισε ο υπουργός, θα εγκριθεί αύξηση στον κατώτατο μισθό, η οποία θα είναι σημαντική.
- Κατάρτιση: Τέλος, ο κ. Χατζηδάκης σχολίασε ότι η χώρα μας δεν έκανε επί δεκαετίες την καλύτερη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ για προγράμματα κατάρτισης. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η χώρα μας είναι στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ στους δείκτες αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων.
Ο υπουργός συμπλήρωσε επίσης ότι, με τις διατάξεις του νόμου 4921/2022, θεσπίστηκαν δικλείδες, προκειμένου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο, συνδέοντας τις αμοιβές των παρόχων της κατάρτισης, αλλά και των καταρτιζομένων με τα αποτελέσματα της κατάρτισης. «Παράλληλα, εισαγάγαμε, για πρώτη φορά, τα ελληνικά πανεπιστήμια στα προγράμματα κατάρτισης. Θα περιμέναμε μεγαλύτερη συμμετοχή από τα ΑΕΙ και τα ενθαρρύνουμε να προχωρήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Επιπλέον, έχουν υλοποιηθεί συνεργασίες με διεθνείς κολοσσούς, όπως η Google, η Amazon, η Cisco και η Microsoft. Είναι πράγματα που θα θεωρούνταν αδιανόητα τα προηγούμενα χρόνια» προσέθεσε.
Συνολικά, περισσότεροι από 700.000 εργαζόμενοι και άνεργοι θα συμμετάσχουν τα επόμενα χρόνια στα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης, που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, με έμφαση στις πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση, ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ότι η τάση της τηλεργασίας, που ενισχύθηκε, λόγω της πανδημίας, επέτρεψε σε Έλληνες που είχαν φύγει στο εξωτερικό, να επιστρέψουν και να εργάζονται για ξένες επιχειρήσεις από τη χώρα μας, όπως και σε Έλληνες εργαζόμενους που παρέμειναν στη χώρα, να απασχολούνται σε εργοδότες εκτός Ελλάδος που προσφέρουν καλύτερες αποδοχές. «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη γη, για να κατέβουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εργασίας και επεσήμανε: «Αν οι ελληνικές επιχειρήσεις θέλουν να προσελκύσουν αυτούς τους εργαζόμενους, θα πρέπει να τους πληρώσουν περισσότερο».
Από την πλευρά του, ο διοικητής της ΔΥΠΑ, Σπύρος Πρωτοψάλτης, έδωσε έμφαση στο μεγαλύτερο πρόγραμμα κατάρτισης 120.000 ανέργων και 150.000 εργαζομένων σε ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, που υλοποιεί η χώρα μας. Όπως είπε, στόχος είναι, έως το 2025, να έχουν αναβαθμίσει τις δεξιότητές τους 500.000 πολίτες.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Πρωτοψάλτης τόνισε τη σημασία των συμπράξεων μεταξύ του δημόσιου τομέα, του ιδιωτικού και της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργούν οι ελλείψεις δεξιοτήτων, ως απόρροια της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης.
Παράλληλα, ο διοικητής της ΔΥΠΑ ανέφερε ότι, πλέον, αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες η ποιότητα και το αποτέλεσμα της κατάρτισης. Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Πρωτοψάλτης είπε ότι η ΔΥΠΑ έχει προχωρήσει στην αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Στο Ευρωπαϊκό Έτος Δεξιοτήτων 2023 και στη στρατηγική προτεραιότητα που έχει δοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των ελλείψεων δεξιοτήτων, που διαπιστώνονται στην αγορά εργασίας, αναφέρθηκε ο Joost Korte, director-general, Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion (EMPL).
Η Monica Verzola, vice-president, Lifelong Learning Platform (LLLP), δήλωσε ότι στόχος είναι να στηριχθεί η καινοτομία και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και, στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η διά βίου μάθηση. Τέλος, η Ellza Mohamedou, head, OECD Centre for Skills, διαπίστωσε ότι η ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι παγκόσμιο και καθολικό ζήτημα. Προς την κατεύθυνση αυτή, όπως σημείωσε, μπορούν να συμβάλουν οι στοχευμένες πολιτικές και η διά βίου μάθηση, ενώ κρίνεται σκόπιμο να ενισχυθούν τα υφιστάμενα συστήματα εκπαίδευσης, να υπάρξουν συνέργειες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και να αναπτυχθούν δημόσιες πολιτικές για την υποστήριξη ευάλωτων πολιτών.