Η Ελλάδα αναδεικνύεται σε επενδυτικός πόλος για τα επόμενα χρόνια ενώ ήδη καταγράφεται σημαντική επενδυτική δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου, σε συζήτηση στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Ο κ. Μεγάλου σημείωσε ότι η συμμετοχή της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στην αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, ύψους 1,4 δισ. ευρώ και στην έκδοση ομολόγου additional tier 1 ύψους 0,6 δισ. ευρώ, αποτέλεσαν ορόσημο, τόσο για την τράπεζα όσο και για την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της. «Το επενδυτικό στόρυ της τράπεζας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη ικανότητά μας να υλοποιούμε γοργά και με επιτυχία τους στόχους μας, ενίσχυσαν το επενδυτικό ενδιαφέρον, κάτι που αποτυπώθηκε στην ποιότητα και την ποικιλία των επενδυτών που συμμετείχαν, καθώς και στη σημαντική υπερκάλυψη των δύο εκδόσεων κατά τουλάχιστον τρεις φορές», είπε ο κ. Μεγάλου. Παράλληλα επισήμανε, ότι η Τράπεζα Πειραιώς σε μόλις 8 μήνες, έχει ολοκληρώσει το 90% του σχεδιασμού, τόσο αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όσο και αναφορικά με την κεφαλαιακή ενίσχυση. Ειδικά στο πρώτο σκέλος, σε λίγους μήνες επετεύχθη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) με τιτλοποιήσεις και πωλήσεις που έφθασαν σε ύψος ρεκόρ 16,4 δισ. ευρώ.

To τελευταίο δωδεκάμηνο, έχουν πραγματοποιηθεί στην εγχώρια αγορά συναλλαγές που υπερβαίνουν τα 14 δισ. ευρώ και αποδεικνύουν το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει από διεθνείς επενδυτές για ελληνικά assets, ειδικά στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών, στη φαρμακοβιομηχανία, τους τομείς τροφίμων – ποτών και φιλοξενίας, όπως επίσης στον χρηματοοικονομικό τομέα και τις ασφάλειες, τόνισε ο κ. Μεγάλου.

Αντιστοίχως, υπάρχει κινητικότητα στις αγορές μετοχών και ομολόγων, με εκδόσεις ομολόγων άνω των 4 δισ. ευρώ από ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ το διεθνές ενδιαφέρον αποτυπώθηκε και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, πέραν της αύξησης κεφαλαίου της Πειραιώς, και σε άλλες μεγάλες αυξήσεις – για παράδειγμα της Αlpha Bank και της ΔΕΗ.

Όπως υπογράμμισε ο κ. Μεγάλου, η Τράπεζα Πειραιώς έχει ενεργό συμμετοχή στην κεφαλαιαγορά, με ηγετική θέση στο investment banking, στηρίζοντας τους πελάτες της και τα επενδυτικά τους σχέδια. «Σε αυτό το πλαίσιο, ηγούμαστε στην αγορά ομολόγων, με μερίδιο της τάξης του 30%, έχοντας συμμετοχή σε όλες τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων από το 2019 και μάλιστα με το ρόλο του κυρίου αναδόχου και συντονιστή, ενώ πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος μας στις πρώτες εκδόσεις ομολόγων από ναυτιλιακές εταιρείες», είπε ο κ. Μεγάλου. Υπογράμμισε παράλληλα, ότι για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης είναι κρίσιμη η ενεργός κεφαλαιαγορά και προς αυτή την κατεύθυνση χρειάζονται κίνητρα,τόσο για την προσέλκυση νέων εταιρειών από όλους τους κλάδους που θα εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όσο και για την προσέλκυση νέων θεσμικών επενδυτών που θα επενδύσουν.

«Εκτιμώ ότι και το 2022 η εγχώρια κεφαλαιαγορά θα έχει ακόμη πιο σημαντικό ρόλο, χρηματοδοτώντας τις καινοτόμες ελληνικές επιχειρήσεις και στηρίζοντας επενδύσεις που χρειάζονται για να υλοποιηθούν τα σχέδια του Ελλάδα 2.0».

Ταμείο Ανάκαμψης

Ο συνδυασμός του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με τους άλλους ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους που είναι διαθέσιμοι, φέρνει στην ελληνική οικονομία κεφάλαια που αντιστοιχούν στο 40% του ΑΕΠ και θα είναι διαθέσιμα στα επόμενα 5 με 7 έτη, τα οποία θα επιτρέψουν την αναδιοργάνωση του μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, προσελκύοντας και ιδιωτικά κεφάλαια, ανέφερε ο κ. Μεγάλου.

Η χώρα βρίσκεται σε πολύ καλό σημείο για να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που υπάρχουν για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία και η Τράπεζα Πειραιώς έχει ήδη σημαντική θέση στην αγορά, χρηματοδοτώντας κρίσιμους τομείς, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ μέσω του πράσινου ομολόγου ύψους 500 εκ.ευρώ που έχει εκδώσει,θα χρηματοδοτήσει αποκλειστικά projects που σχετίζονται με τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια, είπε ο κ.Μεγάλου.

Η Τράπεζα Πειραιώς, από την αρχή του έτους έως σήμερα, έχει διοχετεύσει στην οικονομία 5,4 δισ. νέα δάνεια, σύμφωνα με το στόχο για 5,7 δισ. ευρώ στο σύνολο του έτους, με τη ζήτηση να καταγράφεται από όλους τους τομείς της οικονομίας.