Όσοι γνώριζαν τον Ντιν Κορλ τον θεωρούσαν έναν αξιοπρεπή, και συνηθισμένο άνθρωπο. Περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στο μικρό κατάστημα ζαχαρωτών που είχε η μητέρα του και τα πήγαινε καλά με πολλά από τα παιδιά της γειτονιάς. Έδινε ακόμη και δωρεάν ζαχαρωτά σε ντόπιους μαθητές, κάτι που του χάρισε το παρατσούκλι “Candy Man”.
Αλλά πίσω από το γλυκό του χαμόγελο, ο Ντιν Κρολ είχε ένα σκοτεινό μυστικό: Ήταν υπέυθυνος για το φρικτό εγκληματικό ξεφάντωμα που θα ονομαζόταν αργότερα “Μαζικές δολοφονίες του Χιούστον”. Και μόνο όταν πέθανε ο Κορλ το 1973, η αλήθεια ήρθε στο φως.
Ο Ντιν Κορλ γεννήθηκε το 1939 στο Φορτ Γουέιν της Ιντιάνα. Οι γονείς του λέγεται ότι δεν είχαν ποτέ έναν ευτυχισμένο γάμο και συχνά μάλωναν, ο ίδιος ωστόσο είχε μια καλή παιδική ηλικία και σε σχέση με άλλους serial killers, δεν υπήρχε κανένα βίαιο περιστατικό στο ιστορικό του που να τον ώθησε στις δολοφονίες και στο σαδισμό.
Οι γονείς του χώρισαν για πρώτη φορά το 1946 και συμφιλιώθηκαν λίγο αργότερα, επισημοποιώντας την επανένωση τους με έναν γάμο ο οποίος τελικά δεν κράτησε. Αφού χώρισαν για δεύτερη φορά, η μητέρα του Κρολ αποφάσισε να περάσει λίγο χρόνο ταξιδεύοντας στον Νότο. Τελικά ξαναπαντρεύτηκε έναν πωλήτη και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Τέξας.
Tο προσωνύμιο “Candy Man”
Στο σχολείο, ο Κορλ φέρεται να ήταν ένα αγόρι με καλή συμπεριφορά, αλλά μοναχικό. Οι βαθμοί του ήταν προφανώς αρκετά αξιοπρεπείς για να διαφεύγει την προσοχή, και κατά καιρούς έβγαινε με κορίτσια από το σχολείο ή τη γειτονιά. Πώς λοιπόν αυτό το φαινομενικά φυσιολογικό αγόρι έγινε ο serial killer με το προσωνύμιο “Candy Man”; Παραδόξως, φαίνεται ότι η εταιρεία ζαχαρωτών της μητέρας του ήταν αυτό που χρειαζόταν για να βγάλει τον άλλο του εαυτό.
Καποια στιγμή η μητέρα του χώρισε από τον δεύτερο σύζυγο της, και ο Κορλ επέστρεψε για λίγο στην Ιντιάνα για να φροντίσει τη χήρα γιαγιά του. Το 1962 επέστρεψε στο Τέξας για να βοηθήσει τη μητέρα του σε μία νέα επιχείρηση που ονομαζόταν Corll Candy Company και είχε ως έδρα την περιοχή Χιούστον Χάιτς. Παρόλο που ο Κορλ επιστρατεύτηκε το 1964, υπηρέτησε μόνο 10 μήνες καθώς πήρε απαλλαγή με την δικαιολογία ότι έπρεπε να βοηθήσει την μητέρα του.
Ετσι, για αρκετά χρόνια ακόμη ο Κορλ συνέχισε να εργάζεται στην επιχείρηση, και εκεί άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ότι ενδιαφερόταν για ανήλικα αγόρια. Σύμφωνα με το βιβλίο “The Man With Candy”, ένα έφηβο αγόρι που εργαζόταν στην εταιρεία παραπονέθηκε στη μητέρα του Κορλ ότι ο γιος της τον είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά. Σε απάντηση, η μητέρα του Κορλ απέλυσε το αγόρι.
Εν τω μεταξύ, η επειχείρηση των ζαχαρωτών άρχισε προσελκύει πολλά έφηβα αγόρια – τόσο ως υπαλλήλους όσο και ως πελάτες. Μερικοί από αυτούς ήταν δραπέτες ή προβληματικοί νέοι. Ο Κορλ δημιούργησε γρήγορα μια στενή σχέση με αυτούς τους έφηβους.
Στο πίσω μέρος του εργοστασίου, ο Κορλ εγκατέστησε ακόμη και ένα τραπέζι μπιλιάρδου όπου οι υπάλληλοι της εταιρείας και οι φίλοι τους – πολλοί από τους οποίους ήταν επίσης έφηβοι – μπορούσαν να κάθονται εκεί όλη μέρα. Λέγεται ότι ο Κορλ “φλέρταρε” ανοιχτά με τους νέους και έγινε φίλος με πολλούς από αυτούς.
Ένας από αυτούς ήταν ο 12χρονος Ντέιβιντ Μπρουκς, ο οποίος, όπως πολλά παιδιά, γνωρίστηκε με το Κρολ όταν του πρόσφερε δωρεάν ζαχαρωτά και ένα μέρος να αράζει. Μέσα σε δύο χρόνια ο Κορλ κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπρουκς, κακοποιώντας τον σεξουαλικά και εξαγοράζοντας την σιωπή του με χρήματα και δώρα.
Το πρώτο του γνωστό θύμα ήταν ο Τζέφρι Κόνεν, ένας 18χρονος μαθητής που έκανε οτοστόπ από το Όστιν στο Χιούστον. Ο Κόνεν μάλλον προσπαθούσε να φτάσει στο σπίτι της κοπέλας του και ο Κορλ πιθανότατα προσφέρθηκε να τον πάει μέχρι εκεί.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ντιν Κορλ απήγαγε δύο έφηβους και τους έδεσε στο κρεβάτι του. Την ώρα που πήγε να τους επιτεθεί σεξουαλικά μπήκε ξαφνικά ο Μπρουκς. Ο Κορλ προσφέρθηκε να του αγοράσει ένα αυτοκίνητο, αν δεν έλεγε σε κανέναν τι είχε δει. Ο Μπρουκς δέχτηκε και μετά από λίγους μήνες, κατέληξε σε μια νέα συμφωνία με τον 30χρονο τότε Κορλ: 200 δολάρια για κάθε αγόρι που θα έφερνε στο σπίτι.
Τον χειμώνα του 1971, στην παρέα τους προστέθηκε και ο Γουέιν Χένλι. Ήταν ένα από τα αγόρια που είχε φέρει ο Μπρουκς, αλλά για κάποιο λόγο ο Κορλ αποφάσισε να μην τον σκοτώσει και του ζήτησε να συμμετάσχει στο αηδιαστικό του σχέδιο, όπως ακριβώς είχε κάνει και με τον Μπρουκς.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Μπρουκς και ο Χένλι βοηθούσαν τον “Candy Man” να απαγάγει έφηβους και νεαρούς άνδρες, ηλικίας 13 έως 20 ετών. Οι τρεις τους χρησιμοποιούσαν την Plymouth GTX ή το λευκό φορτηγάκι του Κορλ για να δελεάσουν τα αγόρια, συχνά χρησιμοποιώντας ζαχαρωτά, αλκοόλ ή ναρκωτικά για να μπουν μέσα στο όχημα. Στην συνέχεια πήγαιναν τα θύματα στο σπίτι του Κορλ, όπου τα έδεναν και τα φίμωναν.
Κάθε θύμα δενόταν σε μια ξύλινη “σανίδα βασανιστηρίων” και βιαζόταν βάναυσα. Στη συνέχεια, στραγγαλιζόταν μέχρι θανάτου ή πυροβολούνταν.
Το τέλος
Μετά από σχεδόν τρία χρόνια και 28 γνωστούς φόνους, ο 17χρονος Γουέιν Χένλι, η 15χρονη φίλη του Ρόντα Γουίλιαμς και ο 19χρονος Τίμοθι Κέρλι, πήγαν σε ένα πάρτι που υποτίθεται πως διοργάνωνε στο σπίτι του ο στενός φίλος του Χένλι, Ντιν Κορλ. Καλωσόρισε τους νεαρούς, αλλά δυσαρεστήθηκε έντονα όταν είδε την κοπέλα. Ο Χένλι δικαιολογήθηκε, λέγοντας πως δεν μπορούσε να την αφήσει πίσω και ο Κορλ φάνηκε να καθησυχάζεται. Πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ πίνοντας αλκοόλ και καπνίζοντας μαριχουάνα, μέχρι που και οι τρεις έφηβοι έπεσαν αναίσθητοι.
Όταν ξύπνησαν ήταν δεμένοι και οι τρεις με χειροπέδες, με τον Κορλ να κραδαίνει ένα πιστόλι και να ουρλάζει “Θα σας σκοτώσω, αλλά πρώτα θα διασκεδάσω”. Ο Χένλι τον διέκοψε, παρακαλώντας τον να του λύσει τα χέρια, και διαβεβαιώνοντας τον πως αν τον άφηνε ελεύθερο, θα έπαιρνε κι αυτός μέρος στον βιασμό. Ο Κορλ τον έλυσε και μαζί πλησίασαν τα θύματα τους. Μόλις όμως ο Κορλ γύρισε την πλάτη του, ο Χένλι άρπαξε το πιστόλι του για να βάλει τέλος στο “ξεφάντωμα” του. “Έλα, τι περιμένεις; Σκότωσέ με”, προκάλεσε ο Κορλ τον 17χρονο. Στη συνέχεια, χωρίς άλλη λέξη, ο Χένλι τον πυροβόλησε έξι φορές βάζοντας στις μαζικές δολοφονίες του Χιούστον ένα οριστικό τέλος.
Όταν έφτασε η αστυνομία, οι τρεις έφηβοι κάθονταν στα σκαλιά της εισόδου. Ο Χένλι ομολόγησε αμέσως ότι αυτός σκότωσε τον Κορλ. Στο αστυνομικό τμήμα, περιέγραψε το επεισόδιο και οι αστυνομικοί αρχικά πείστηκαν ότι έλεγε αλήθεια. Αντιμετώπισαν τον 17χρονο Χένλι σαν ήρωα. Έδρασε αποτελεσματικά και έσωσε τους φίλους του από τον βιαστή. Όμως ο Χένλι συνέχισε την απολογία του και γρήγορα αποκαλύφθηκε ο πραγματικός του ρόλος. Είπε ότι για χρόνια προμήθευε τον Κορλ με εφήβους για κάθε έναν από τους οποίους έπαιρνε ως αντάλλαγμα 200 δολάρια. Γνώριζε ότι ο Κορλ βίαζε, βασάνιζε και σκότωνε τους νεαρούς. Όταν οι αστυνομικοί φάνηκαν να δυσπιστούν, ο Χένλι τους οδήγησε στην αποθήκη που είχαν θαφτεί τα πτώματα.
Αρχικά, ο Χένλι είχε δηλώσει ότι δεν συμμετείχε στα βασανιστήρια των αγοριών. Η δική του δουλειά τελείωνε όταν παρέδιδε το θύμα στο σπίτι του Κορλ. Όμως τα ψέματα του αποκαλύφθηκαν, όταν παραδόθηκε στην αστυνομία ο δεύτερος συνεργός του Κορλ, ο Ντέιβιντ Μπρουκς.
Τελικά, ο Χένλι κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία 6 αγοριών και καταδικάστηκε σε ισόβια έξι φορές. Ο Μπρουκς κρίθηκε ένοχος για μία δολοφονία και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Από τότε, και οι δύο άνδρες έχουν χαρακτηριστεί ως κατά συρροή δολοφόνοι για τη συμμετοχή τους στις μαζικές δολοφονίες του Χιούστον.