Δύο χρόνια μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, πολλοί Ρώσοι έχουν λόγους να αισθάνονται ότι η οικονομία τα πάει καλά, ανατρέποντας τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να στρέψουν τον πληθυσμό της χώρας εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν, σημειώνει το Bloomberg σε δημοσίευμά του.
Οι μισθοί έχουν εκτοξευθεί κατά διψήφια ποσοστά, το ρούβλι έχει σταθεροποιηθεί και η φτώχεια και η ανεργία βρίσκονται σε ρεκόρ χαμηλά. Για τους χαμηλόμισθους της χώρας οι μισθοί τα τελευταία τρία τρίμηνα αυξήθηκαν ταχύτερα από ό,τι για οποιοδήποτε άλλο τμήμα της κοινωνίας, σημειώνοντας ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 20%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Με τον Πούτιν να είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδίσει μια πέμπτη θητεία στις προεδρικές εκλογές, όποιο αφήγημα δυσαρέσκειας για την οικονομία σε μεγάλο βαθμό απλά δεν ισχύει. Αν και ο πόλεμος έχει αφήσει πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς ή τραυματίες και οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις συνεχίζουν να συσσωρεύονται, ο Ρώσος ηγέτης υποστηρίζει πως η ρωσική οικονομία παραμένει σταθερή.
Μαζικές προεκλογικές δαπάνες
Η Σοφία Ντόνετς, οικονομολόγος της Renaissance Capital, επισημαίνει το αισιόδοξο καταναλωτικό κλίμα και τις θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα και τη μελλοντική οικονομική κατάσταση στη χώρα.
Η κυβέρνηση δαπανά μαζικά για την κοινωνική στήριξη των οικογενειών, την αύξηση των συντάξεων, την επιδότηση στεγαστικών δανείων και την αποζημίωση των συγγενών όσων υπηρετούν στο στρατό. Το τίμημα των προεκλογικών υποσχέσεων του Πούτιν μπορεί να ανέλθει σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα έξι χρόνια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εντείνει την οξεία έλλειψη εργατικού δυναμικού, καθώς οι στρατιωτικές επιστρατεύσεις απομακρύνουν εργαζόμενους από την αγορά, με τον Πούτιν να έχει πρόσφατα ανακοινώσει ότι οι εργοδότες έχουν έλλειμμα 2,5 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτό έχει ωφελήσει τους απλούς Ρώσους, οι οποίοι κατά συνέπεια απολαμβάνουν την ασφάλεια της βραχυπρόθεσμης απασχόλησής τους με τους εργοδότες να διστάζουν να απολύσουν οποιονδήποτε. Ενώ το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, οι προσδοκίες προσλήψεων έχουν εκτοξευθεί σε επίπεδο ρεκόρ, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας.
Τι ανησυχεί το Κρεμλίνο
Μια μεγάλη και επίμονη πηγή οικονομικής ανησυχίας για το Κρεμλίνο παραμένει η ταχεία αύξηση των τιμών που διαβρώνει τα εισοδήματα των Ρώσων. Τη στιγμή που ο πληθωρισμός δεν έχει εξασθενήσει, οι μισθοί αυξάνονται ταχύτερα, λόγω των μαζικών κρατικών δαπανών και της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Ο μέσος μηνιαίος μισθός το 2023 ξεπέρασε τα 74.000 ρούβλια (814 δολάρια), περίπου 30% υψηλότερος από ό,τι πριν από δύο χρόνια.
Ο Πούτιν υπερηφανεύεται ότι οι άνευ προηγουμένου διεθνείς κυρώσεις δεν κατάφεραν να εκτροχιάσουν τη ρωσική οικονομία, η οποία αντίθετα επεκτάθηκε, κυρίως λόγω των μαζικών «ενέσεων» χρημάτων από τον προϋπολογισμό, της στρατιωτικής παραγωγής και του εμπορίου με την Κίνα. Ο Πούτιν έχει επικαλεστεί στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν ότι η Ρωσία εισέρχεται στις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου όσον αφορά την ισοδυναμία αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ), ξεπερνώντας τη Γερμανία.
Σύμφωνα με τον αναλυτή του Bloomberg Economics, Άλεξ Ισάκοφ, «το ‘όργιο’ των στρατιωτικών δαπανών της κυβέρνησης έχει ως κόστος τα μειωμένα έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας και τα μειωμένα συναλλαγματικά αποθέματα που είχε δημιουργήσει η Ρωσία πριν από την έναρξη του πολέμου. Βραχυπρόθεσμα, η δημοσιονομική γενναιοδωρία θα συνεχίσει να στηρίζει την υψηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά καθώς η Ρωσία εξαντλεί τα απομεινάρια του Ταμείου Πλούτου της, η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύσκολες δημοσιονομικές επιλογές μεταξύ της αποδοχής υψηλότερου πληθωρισμού, της περικοπής δαπανών ή της αύξησης των φόρων».
Η άλλη πλευρά του νομίσματος αποτελεί το γεγονός ότι οι αυξημένες κοινωνικές και πολεμικές δαπάνες έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο δημοσιονομικό κενό ενώ υπάρχει περίπτωση ότι η ήδη υπερθερμασμένη οικονομία μπορεί να συνεχίσει το πληθωριστικό σπιράλ μισθών-τιμών.
Ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο της Τράπεζας της Ρωσίας, ακόμη και μετά τη σημαντική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της, περιορίζοντας την πιστωτική δραστηριότητα στη χώρα.
Εν τω μεταξύ, το «κενό» του φετινού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού ήταν 1,5 τρισεκατομμύρια ρούβλια στα τέλη Φεβρουαρίου, ενώ το υπουργείο Οικονομικών έχει προγραμματίσει έλλειμμα 1,6 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων για ολόκληρο το 2024. Την ίδια στιγμή τα διαθέσιμα αποθεματικά του Ταμείου Πλούτου της Ρωσίας έχουν ήδη μειωθεί στο ήμισυ. Η κυβέρνηση, βλέποντας την έναρξη της νέας προεδρικής θητείας ως ευκαιρία για αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, εξετάζει το ενδεχόμενο να αυξήσει τους φόρους για τα υψηλότερα εισοδήματα.