Η αντιστροφή των ρόλων στην Ευρωζώνη, όπου η Ελλάδα και οι άλλες χώρες των μνημονίων βρέθηκαν να υπεραποδίδουν σε ανάπτυξη, όσο η Γερμανία εξελίσσεται σε ουραγό, σχετίζεται σε έναν βαθμό τουλάχιστον με τα κοινοτικά κονδύλια που εισρέουν στις οικονομίες αυτές, διαπιστώνει η Berenberg Bank. Για αυτό και προειδοποιεί ότι ο ευρωπαϊκός Νότος μπορεί να απολαύσει άλλα δύο χρόνια σχετικής δημοσιονομικής άνεσης, όμως θα πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται από τώρα για το επόμενο διάστημα, καθώς μετά το 2028, τα κοινοτικά κονδύλια θα είναι πολύ χαμηλότερα.

Όπως σημειώνει η Berenberg, το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% από το τέταρτο τρίμηνο του 2019 (πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας) έως το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Στο ίδιο διάστημα, η Γερμανία έμεινε πρακτικά στάσιμη, ενώ η Ελλάδα πέτυχε μέση ετησιοποιημένη ανάπτυξη 1,9%, η Ιταλία 1,2%, η Πορτογαλία 1,7% και η Ισπανία 1,6%.

Σύμφωνα με τους αναλυτές του γερμανικού επενδυτικού οίκου, πολλοί παράγοντες οδήγησαν σε αυτή την απόκλιση, όπως για παράδειγμα οι συνεχιζόμενες δομικές αδυναμίες της Γερμανίας, τα πολύ μεγαλύτερα περιθώρια των χωρών της περιφέρειας να καλύψουν  το χαμένο έδαφος αλλά και οι μεταρρυθμίσεις που τους επέτρεψαν να το κάνουν, καθώς και τα μοτίβα της μετανάστευσης, με την Ισπανία, για παράδειγμα, να δέχεται εργαζόμενους από τη Λ. Αμερική.

Όμως, ένας παράγοντας υπήρξαν και οι σημαντικές μεταβιβάσεις μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έδωσαν μια πρόσθετη ώθηση στις χώρες της περιφέρειας, με την Berenberg Bank να τονίζει ότι οι μεταβιβάσεις αυτές πιθανότατα θα μειωθούν από το 2028 και μετά.

Αναφερόμενη στο Ταμείο Ανάκαμψης, η Berenberg σημειώνει ότι από τον Αύγουστο στου 2021 που άρχισαν οι εκταμιεύσεις, οι χώρες της περιφέρειας έχουν λάβει σημαντικά κονδύλια. Ωστόσο, το πρόγραμμα πρόκειται να συνεχιστεί έως τα τέλη του 2026 και απομένουν ακόμα πολλά κεφάλαια.

Επιπλέον, σημαντικά κονδύλια είναι διαθέσιμα έως το τέλος του 2027 στο κανονικό Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ε.Ε. «Επομένως, η Νότια Ευρώπη μπορεί να απολαύσει άλλα δύο χρόνια σχετικής δημοσιονομικής άνεσης, αλλά ιδανικά, θα πρέπει να προετοιμαστεί τώρα για το επόμενο διάστημα», τονίζουν οι αναλυτές του οίκου.

Και αυτό γιατί με βάση την πρόταση της Κομισιόν για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό του 2028-2034, τα όρια θα είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με την περίοδο 2021-2027.

Ωστόσο, η Κομισιόν θέλει ακόμα δημοσιονομικούς πόρους που ξεπερνούν σημαντικά το 1% του ΑΕΠ της Ε.Ε., για αυτό και ζητά πρόσθετη χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού για την αποπληρωμή του χρέους του NGEU. Όπως επισημαίνει η Berenberg, κάτι τέτοιο θα ήταν προβληματικό, γιατί θα επέτρεπε στην Ε.Ε. να αποφύγει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα για το χρέος που ανέλαβε και θα ενίσχυε τα κίνητρα για να την ανάληψη ακόμα μεγαλύτερου χρέους όποτε αυτό είναι δυνατό.

Η Κομισιόν προτείνει αυξημένους και νέους «ίδιους πόρους» για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη λογική να μειωθεί το βάρος στις χώρες-μέλη. Όμως, όπως τονίζουν οι αναλυτές, οι «ίδιοι πόροι» είναι στην πραγματικότητα φόροι (στις εκπομπές ρύπων, στις καπνοβιομηχανίες, σε επιχειρήσεις κτλ), επομένως ενώ οι «ίδιοι πόροι» και οι φόροι που χρηματοδοτούν τη συνεισφορά των χωρών-μελών στην Ε.Ε. διανέμουν το βάρος διαφορετικά στους φορολογούμενους, στο τέλος, και οι δύο περιπτώσεις στερούν χρήματα από τη συνολική οικονομία.

Σε κάθε περίπτωση, καθώς πολλές από τις λεπτομέρειες της πρότασης της Κομισιόν είναι αμφιλεγόμενες, θα χρειαστούν περίπου δύο χρόνια για να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός, ο οποίος να είναι αποδεκτός από τα κράτη-μέλη και το ευρωκοινοβούλιο.

Την ίδια στιγμή, εξηγεί η Berenberg, σημαντικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις πραγματοποιεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσα από διάφορα κανάλια, όπως οι αγορές κρατικών ομολόγων. Επιπλέον, με την υπόσχεσή της να παρέμβει υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η ΕΚΤ έχει συρρικνώσει τεχνητά το spread στο κόστος δανεισμού μεταξύ  των περισσότερο και λιγότερο δημοσιονομικά υπεύθυνων χωρών-μελών.

Παράλληλα, ο οίκος σημειώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο το Ευρωσύστημα διανέμει τα έσοδά του στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, ευνοεί τις χώρες της περιφέρειας σε βάρος του πυρήνα.

Αν και είναι δύσκολο να υπολογίσει το μέγεθος των μεταβιβάσεων αυτών, η Berenberg εκτιμά ότι είναι πιθανότατα σημαντικό. Και παρότι δεν περιμένει ότι αυτές θα σταματήσουν απότομα σύντομα, εντούτοις τονίζει ότι οι πιέσεις στους δημοσιονομικούς πόρους της Γερμανίας αυξάνονται  (λόγω των αμυντικών δαπανών και του αυξανόμενου κόστους της κοινωνικής πρόνοιας, μεταξύ άλλων), επομένως οι περαιτέρω παρεμβάσεις της ΕΚΤ στο μέλλον ίσως είναι πιο δύσκολο να δικαιολογηθούν.

Διαβάστε ακόμη: