Η επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Nancy Pelosi, στην Ταϊβάν στις 2 Αυγούστου, πέραν της πολιτικής και διπλωματικής βαρύτητας, έχει και ευρύτερες, οικονομικές επιπτώσεις στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, ουσιαστικά, η πολιτική ρητορική της Pelosi περί παροχής στήριξης από τις ΗΠΑ στην Ταϊβάν αναμένεται να επιταχύνει τον ρυθμό «αποσύνδεσης» (decoupling) μεταξύ των δύο, μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου -των ΗΠΑ και της Κίνας- μια διαδικασία που ξεκίνησε ο τέως πρόεδρος Donald Trump το 2018, ισχυριζόμενος ότι οι κινεζικές εταιρείες αποτελούν απειλή για την αμερικανική οικονομία.
Η διοίκηση Trump ενεπλάκη σε έναν οξύτερο ανταγωνισμό με την Κίνα, συγκριτικά με προηγούμενες κυβερνήσεις. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Peterson Institute of International Economics, μέχρι τη λήξη της θητείας Trump, ο μέσος όρος των δασμών στα κινεζικά προϊόντα είχε αυξηθεί από 3%, σε 20% περίπου, γεγονός που αποτυπώνεται στη μείωση των εισαγωγών από την Κίνα και παράλληλα στη στροφή σε εισαγωγές από άλλες οικονομίες, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι τα τελευταία έτη παρατηρείται μία τάση μείωσης της εξωστρέφειας της αμερικανικής οικονομίας όπως απεικονίζεται στον βαθμό «ανοίγματος» του διεθνούς εμπορίου (εισαγωγές + εξαγωγές, ως % του ΑΕΠ) των ΗΠΑ, ο οποίος έχει σημειώσει αξιοσημείωτη υποχώρηση. Το ερώτημα που εγείρεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ποια στρατηγική θα ακολουθήσει η σημερινή, αμερικανική κυβέρνηση αναφορικά με τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα.
Σε ένα περιβάλλον έντονων πληθωριστικών πιέσεων, η κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα -που ουσιαστικά είναι φόρος για τους καταναλωτές- θεωρητικά θα βοηθούσε, ως έναν μικρό βαθμό, στον περιορισμό του πληθωρισμού, σύμφωνα με μελέτη του Peterson Institute of International Economics (“Can liberalizing trade reduce US CPI inflation? Insights from an economy wide analysis”, March 2022).
Μείωση των δασμών σε ορισμένα προϊόντα
Ωστόσο, το ζήτημα έχει εκτός από οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Το πιο πιθανό σενάριο είναι να μην καταργηθούν όλοι οι δασμοί επί των κινεζικών εισαγωγών, αλλά να γίνουν κάποιες μικρές τροποποιήσεις, όπως για παράδειγμα μείωση των δασμών σε ορισμένα καταναλωτικά είδη (ενδύματα, υποδήματα κ.ά.), και να διατηρηθούν σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ή βιομηχανικές εισροές (π.χ. ημιαγωγούς). Εν μέσω αυτών των γεωπολιτικών αναταράξεων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Joe Biden, υπέγραψε στις 9 Αυγούστου ένα νομοσχέδιο (Chips and Science Act) αξίας Δολαρίων 280 δισ. για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής υψηλής τεχνολογίας, ώστε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.
Βασικό τμήμα της χρηματοδότησης είναι οι επενδύσεις στην αμερικανική βιομηχανία ημιαγωγών, σε μια προσπάθεια να μειώσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού για σημαντικά προϊόντα τελευταίας τεχνολογίας. Το νομοσχέδιο προβλέπει Δολάρια 52 δισ. ειδικά για την ενίσχυση του τομέα τσιπ, δηλαδή των μικροσκοπικών συσκευών που τροφοδοτούν πληθώρα προϊόντων, από smartphone μέχρι υπολογιστές και αυτοκίνητα.
Παράλληλα, απαιτείται από τους αποδέκτες αυτής της χρηματοδότησης να μην αναβαθμίσουν κανένα εργοστάσιο με έδρα την Κίνα για μία δεκαετία. Συμπεριλαμβάνονται μη αμερικανικές εταιρείες και ενδεχομένως το κίνητρο αποσύνδεσης για τους Νοτιοκορεάτες κατασκευαστές τσιπ μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω επιχειρήματα, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον είναι πιθανό το σενάριο που εκτιμά ότι η οικονομική αποσύνδεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα επιταχυνθεί; Η απάντηση είναι ότι υφίστανται σημαντικοί παράγοντες που λειτουργούν επιβραδυντικά στη διαδικασία αποσύνδεσης.
Η αποσύνδεση γίνεται με αργό ρυθμό
Πρώτον, η στήριξη της πολιτικής αποσύνδεσης από άλλες χώρες, πέραν των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, γίνεται με αργό ρυθμό καθώς πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις στην Κίνα και η σχετική συζήτηση στην Ευρώπη βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο. (The US and China are decoupling but not as fast as you think, August 7, 2022, Financial Times).
Δεύτερον, καθώς η διαδικασία αποσύνδεσης προωθείται μέσω νομοθεσίας ή κανονισμών, θα εγείρονται συχνά ενδεχομένως ενστάσεις σχετικά με την υποκείμενη πρόθεση, δηλαδή το κατά πόσο αφορά τις εύλογες προσπάθειες για την προστασία της εθνικής και οικονομικής ασφάλειας ή συνιστά απλώς μία σκόπιμη παρακώλυση ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας.
Τέλος, οι επιχειρηματικές σχέσεις, οι επενδύσεις και οι αλυσίδες εφοδιασμού συνιστούν σημαντικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών που δεν μπορούν να διασπαστούν γρήγορα και άνευ κόστους. Όσο επιθετική και αν είναι η πολιτική ρητορική που διατυπώνεται και από τις δύο πλευρές, η οικονομική πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Επί του παρόντος, οι κινεζικές εταιρείες αναμένεται να ζημιωθούν από την απώλεια της δυνατότητας εισαγωγής υψηλής τεχνολογίας από τις ΗΠΑ παρά τη μεγάλη επένδυση που έχουν κάνει στην Έρευνα και Ανάπτυξη, ενώ παράλληλα η κινεζική αγορά εξακολουθεί να έχει θετικές προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, γεγονός που αποτελεί ελκυστικό κίνητρο για ξένες επενδύσεις.