Οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα είναι κυρίως εξωγενείς και σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σημειώνοντας παράλληλα ότι, η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί κυρίως έμμεσα, από ενδεχόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας, και επιβάρυνση του επενδυτικού κλίματος.

Ειδικότερα, η αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων – ως αποτέλεσμα της ανακοίνωσης και, εν μέρει, επιβολής εμπορικών δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) και τα αντίμετρα από ορισμένους βασικούς εμπορικούς τους εταίρους – ήταν βραχύβια και δεν είχε μέχρι τώρα σημαντικές άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ωστόσο, ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένει εξαιρετικά υψηλός και η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ανέδειξε εκ νέου τον υψηλό βαθμό διασύνδεσης μεταξύ των αγορών παγκοσμίως και την ταχύτητα μετάδοσης των διαταραχών.

Οι επιπτώσεις από ενδεχόμενη αναζωπύρωση των εμπορικών εντάσεων για την ελληνική οικονομία και τον εγχώριο τραπεζικό τομέα θα ήταν κυρίως έμμεσες και θα προέρχονταν από την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη μείωση των επενδύσεων και της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και την επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου.

Κατά την ΤτΕ, η φύση των αναδυόμενων κινδύνων διεθνώς επιβάλλει εγρήγορση. Οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και πολεμικές συγκρούσεις, αλλά και η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού, έχουν αναδιαμορφώσει το εξωτερικό περιβάλλον. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που αναδεικνύονται στην παρούσα συγκυρία.

Ωστόσο, η φύση των υφιστάμενων κινδύνων διαφοροποιείται από τους παραδοσιακά αναγνωρισμένους κινδύνους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την αντιμετώπισή τους και απαιτεί τη συνδυαστική εφαρμογή των διαθέσιμων μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών εργαλείων πολιτικής, ώστε να παραμείνει ο τραπεζικός τομέας θωρακισμένος και σε τροχιά ανάπτυξης.

Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας

Η σταθερότητα του τραπεζικού τομέα συνδέεται άμεσα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την ΤτΕ λοιπόν, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ικανοποιητικό ρυθμό το 2024, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ζώνης του ευρώ για τέταρτο συνεχόμενο έτος. O ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ)σε πραγματικούς όρους ανήλθε σε 2,3% το 2024, πολλαπλάσιος από τον αντίστοιχο ρυθμό της ευρωζώνης.

Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών. Αναλυτικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε με επιταχυνόμενο ρυθμό, υποστηριζόμενη από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Οι επενδύσεις διατήρησαν την ανοδική τους πορεία το 2024, ιδίως αυτές σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Αντίθετα, η συνολική συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική, καθώς οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν οριακά, επηρεαζόμενες αρνητικά από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατέγραψαν σημαντική άνοδο. Αρνητική συμβολή στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης είχε επίσης η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.

Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, το 2024 καταγράφηκε υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, με το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης να διαμορφώνεται σε πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, από 2,0% του ΑΕΠ το 2023, υπερβαίνοντας σημαντικά την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού (2,5%), γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόδοση των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής.

Οι οικονομικές προβλέψεις και οι κίνδυνοι

Η ΤτΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με ικανοποιητικό ρυθμό, πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Μαρτίου 2025 της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από την Ε.Ε. αναμένεται να έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Το μικρό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ (περίπου 5% το 2024) και η σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων υποδηλώνουν ήπια επίδραση στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας.

Παράλληλα, στη ναυτιλία οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες για τους βασικούς κλάδους, με εξαίρεση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, όπου εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες. Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στην Ε.Ε. αναμένεται να έχει έμμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, μέσω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και της αύξησης της αβεβαιότητας που θα επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές και το επενδυτικό κλίμα.

Επιπρόσθετα, οι επιδράσεις από πιθανή απώλεια της θέσης του ασφαλούς καταφυγίου που κατέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα των ΗΠΑ, αν και ενδέχεται να είναι αρνητικές, δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ασφάλεια. Στον αντίποδα, τυχόν αύξηση των εισροών κεφαλαίων προς την Ε.Ε. ως αποτέλεσμα των εμπορικών εντάσεων και ενδεχόμενος αναπροσανατολισμός των κινεζικών εξαγωγών προς την ΕΕ μπορεί να έχουν θετική επίδραση.

Πάντως, οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν ευνοϊκές. Η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος σε επίπεδο υψηλότερο από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα της οικονομίας, συμβάλλει στη διαμόρφωση θετικών προοπτικών για τον τραπεζικό τομέα.

Τα καθαρά έσοδα τόκων αναμένεται να επηρεαστούν από τις πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων, ωστόσο, η επίδραση αυτή αναμένεται να αντισταθμιστεί εν μέρει από την ενίσχυση της ζήτησης νέων δανείων εκ μέρους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών.

Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ 2021-2027), οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Επιπλέον, οι πρόσφατες εξαγορές τραπεζών στο εξωτερικό και μη τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα αναμένεται να συμβάλουν στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζικών ομίλων.

Συνεχής βελτίωση για τις τράπεζες

Από κει και πέρα, το 2024 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν περαιτέρω ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. Αναλυτικότερα, η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια ενισχύθηκαν, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω και η ρευστότητα διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο.

Σε αυτό συνέβαλαν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος και των σημαντικών ελληνικών τραπεζών, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα σε συνδυασμό με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της, καθώς και η σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Ειδικότερα, οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν περαιτέρω το 2024. Η βελτίωση αυτή οφείλεται στην ενίσχυση των καταθέσεων στην Ελλάδα, την επέκταση των διεθνών δραστηριοτήτων των τραπεζών, κυρίως στην Κύπρο, και την έκδοση ομολογιών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Οι παραπάνω παράγοντες υπεραντιστάθμισαν την πλήρη αποπληρωμή των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης , που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (Δεκέμβριος 2024: 2,6 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2023: 14,3 δισεκ. ευρώ). Οι δείκτες ρευστότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από τις εποπτικές απαιτήσεις.

Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio ‒ LCR) διαμορφώθηκε σε 218,3% και ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio ‒ NSFR) σε 138,5% το Δεκέμβριο του 2024. Επισημαίνεται ότι η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές δεν έχει μέχρι τώρα επηρεάσει τις συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης των τραπεζών, ενώ το χρηματοδοτικό κενό σε ξένα νομίσματα είναι πολύ μικρό και διαχειρίσιμο.

Η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια

Επίσης,οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία τους. Το 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισεκ. ευρώ το 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων.

Επιπλέον, σημαντική υπήρξε η συμβολή της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων, κυρίως στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης των μεγεθών της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο από την Eurobank. Οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (Return on Assets – RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,3% και 12,2% αντίστοιχα.

Περαιτέρω ενισχύθηκαν και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων. Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια ενισχύθηκαν κυρίως μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων.

Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,9% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 19,7% και πλέον ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,9% και TCR: 20,0% τον Δεκέμβριο του 2024).

Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, παρά τη βελτίωση, εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή, καθώς το Δεκέμβριο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 12,2 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 38,6% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44,2% το Δεκέμβριο του 2023).

Τα “κόκκινα” δάνεια και η εποπτεία της ΤτΕ

Επιπρόσθετα, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, το 2024 σημειώθηκε σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών, με το απόθεμα των ΜΕΔ να διαμορφώνεται σε 6 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 39,8% σε σχέση με το 2023, κυρίως λόγω τιτλοποιήσεων δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”.

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε σημαντικά σε 3,8% τον Δεκέμβριο του 2024 (από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023), το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, συγκλίνοντας περαιτέρω με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (Δεκέμβριος 2024: 2,3%).

Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 σε 41%, από 46% το Δεκέμβριο του 2023. Ειδικότερα, οι συσσωρευμένες προβλέψεις τον Δεκέμβριο του 2024 για την κάλυψη των ΜΕΔ ανέρχονταν σε 2,4 δισεκ. ευρώ, έναντι 4,6 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2023.

Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές πώλησης ΜΕΔ (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μεταφέρθηκαν στο χαρτοφυλάκιο ενεργητικού στοιχείων προς πώληση) που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2024. Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από εξασφαλίσεις το Δεκέμβριο του 2024 ανήλθε σε 67,7%, αυξημένος σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 (60,6%), ενώ ο δείκτης κάλυψης ρυθμισμένων ΜΕΔ από εξασφαλίσεις ανήλθε σε 68% έναντι 70,5% στο τέλος του 2023.

Το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων (forborne) τον Δεκέμβριο του 2024 υποχώρησε στα 5,5 δισεκ. ευρώ, από 8,5 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023, αντιπροσωπεύοντας το 3,4% του συνόλου των δανείων (από 5,7% το 2023). Η μείωση των ρυθμισμένων δανείων οφείλεται κυρίως στις συναλλαγές πώλησης ΜΕΔ που πραγματοποιήθηκαν το 2024.

Επισημαίνεται ότι το 10,3% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό οριακά μειωμένο σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023 (10,6%).

Από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ που καταγράφηκε σε όλα τα δανειακά χαρτοφυλάκια το 2024, η σημαντικότερη σημειώθηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο (-46,6%, ήτοι 3,16 δισεκ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα) και συγκεκριμένα στα δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (-63,3%), ενώ άξια αναφοράς είναι και η μείωση στα ναυτιλιακά δάνεια (-46,1%) και στα δάνεια προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (-41,3%).

Από κει και πέρα, στο τρέχον μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον αναδεικνύεται η σημασία της εφαρμογής κατάλληλης μακροπροληπτικής πολιτικής για την αποφυγή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα.

H ΤτΕ αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση των κυκλικών συστημικών κινδύνων και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (Countercyclical Capital Buffer ‒ CCyB) για την Ελλάδα, και το καθορίζει ή το προσαρμόζει, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο.

H ανάλυση των δεικτών που εξετάζει η ΤτΕ επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί της απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης συνολικά, αλλά αναδεικνύει την απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων σε επιμέρους τομείς, όπως η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Επιπλέον, η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και των εποπτικών δεικτών του τραπεζικού τομέα διαμορφώνει μια ευνοϊκή συγκυρία για τη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μεσοπρόθεσμα.

Διαβάστε ακόμη: