Οταν ο 23χρονος Τακάια Αουάτα έριξε όλες τις οικονομίες του για να ανοίξει ένα μικρό εστιατόριο στην Κακογκάουα, μια παραθαλάσσια πόλη της Ιαπωνίας, αποφάσισε να το ονομάσει Toridoll Sanban-kan ή πιο απλά, Toridoll No. 3. Ήταν μια υπόσχεση στον εαυτό του ότι τα καταστήματα Νο1 και Νο2 ήταν μόνο θέμα χρόνου να ανοίξουν και σύντομα θα πετύχαινε τον στόχο του να έχει 3 καταστήματα.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η Toridoll Holdings είναι εισηγμένη στο Τόκιο, διαθέτει ένα δίκτυο σχεδόν 2.000 εστιατορίων quick service σε 28 χώρες, με ναυαρχίδα την Marugame Seimen, τη μεγαλύτερη ιαπωνική αλυσίδα για noodles τόσο με βάση τα έσοδα όσο και από τον αριθμό των καταστημάτων.
«Θα ήθελα η Toridoll να ανταγωνιστεί κολοσσούς σε παγκόσμια κλίμακα», τονίζει ο 62χρονος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος από τα κεντρικά του γραφεία στο Τόκιο, προσθέτοντας ότι φιλοδοξεί να φτάσει την κεφαλαιοποίηση της επιχείρησής του στο ορόσημο του 1 τρισ. γεν (7 δισ. δολαρίων) την επόμενη δεκαετία.
Για να επιτύχει αυτούς τους υψηλούς στόχους, ο δισεκατομμυριούχος θέλει να μειώσει την εξάρτηση της Toridoll από τα εγχώρια εστιατόρια και να επικεντρωθεί στην επέκταση στο εξωτερικό, καθώς η Ιαπωνία έχει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, με γήρανση του πληθυσμού, μείωση των γεννήσεων, με αποτέλεσμα λιγότερους εργαζόμενους και κενές θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Επιπλέον, η εγχώρια αγορά ταχυφαγείων είναι ιδιαιτέρως ανταγωνιστική, καθώς υπάρχουν αλυσίδες όπως η Hanamaru, που ανήκει στον γίγαντα Yoshinoya Holdings, ενώ φυσικά υπάρχουν και οι Αμερικανοί «τιτάνες» σαν τα McDonald’s και KFC, που συνδυαστικά λειτουργούν πάνω από 4.000 καταστήματα στην Ιαπωνία.
Το ανταγωνιστικό περιβάλλον ολοκληρώνεται με την προσθήκη των γρήγορων γευμάτων με ρύζι που κυκλοφορούν τόσο σε ψιλικατζίδικα όσο και σε σούπερ μάρκετ, που κερδίζουν μερίδια στην αγορά. «Με τη διαφοροποίηση στις διατροφικές τάσεις, οι εταιρείες προσπαθούν να αποκτήσουν νέους πελάτες και να μην χάσουν τους παλιούς», υπογραμμίζουν αναλυτές σύμφωνα με το Forbes.
Παρά τη δυσμενή συνθήκη, η Toridoll, εμφανίζεται ενισχυμένη από την εισροή τουριστών στην Ιαπωνία, καθώς σημείωσε έσοδα – ρεκόρ 232 δισ. γεν το τελευταίο οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο, με το 38% να προέρχεται από το εξωτερικό. Τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 48% στα 5,7 δισ. γεν με σημαντικό στήριγμα από τα καταστήματα που διαθέτει σε χώρες του εξωτερικού.
Ωστόσο, η μετοχή της Toridoll, που διαπραγματεύονταν σε ιστορικά υψηλά κέρδη μετά την πανδημία καθώς οι άνθρωποι γευματίζουν έξω, υποχωρεί 5% τους τελευταίους 12 μήνες, κάτι που δεν φαίνεται να ανησυχεί τον Αουάτα που μπήκε στο κλαμπ των δισεκατομμυριούχων πέρυσι και κέρδισε μια θέση στις τάξεις των 50 πλουσιότερων της Ιαπωνίας, με περιουσία 1,1 δισ. δολαρίων.
Μέχρι τον Μάρτιο του 2028, η Toridoll στοχεύει σε υπερτριπλάσια αύξηση των καθαρών κερδών με πωλήσεις 420 δισ. γεν, με σχεδόν οι μισές να προέρχονται από χώρες εκτός Ιαπωνίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, με υπερδιπλασιασμό του συνολικού αριθμού καταστημάτων σε 4.900, εκ των οποίων τα 3.000 θα πρέπει να είναι υποκαταστήματα στο εξωτερικό.
Ο Αουάτα, ωστόσο, είναι πεπεισμένος ότι έχει τη μυστική συνταγή για να τα καταφέρει. «Έχουμε σκεφτεί πολύ πώς να προσελκύσουμε πελάτες. Εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε στιγμές που να διαρκούν για πάντα και να τους κάνουν να σκέφτονται πως άξιζε τον κόπο να μας επισκεφθούν» επισημαίνει.
Για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, έχει διαθέσει έως και 100 δισ. γεν για εξαγορές ενώ έχει λάβει πάνω από 100 επενδυτικές προτάσεις από διάφορα brands. Εν τω μεταξύ, ανοίγει περισσότερα υποκαταστήματα τόσο για τη Marugame όσο και για την αλυσίδα νουντλς ρυζιού Tam Jai με έδρα το Χονγκ Κονγκ, τους δύο μεγαλύτερους παράγοντες εσόδων του Ομίλου στο εξωτερικό.
Ο Άρον Γιούρντεν, διευθυντής έρευνας στην Technomic, εκτιμά ότι ενώ η Toridoll έχει «μια ισχυρή διαφοροποιημένη επωνυμία με τη Marugame», χρειάζεται να συμβαδίσει με δυτικές αλυσίδες γρήγορου φαγητού που σερβίρουν χάμπουργκερ, τηγανητά κοτόπουλα και πίτσα αν θέλει να ανταγωνιστεί γίγαντες όπως τα McDonald’s και το Yum! Brands