Στη γαλλική σειρά reality «The Parisian Agency» (Netflix) η οικογένεια Κρετς -μητέρα, πατέρας και τέσσερις γιοι- πασχίζει και συνήθως καταφέρνει να ικανοποιήσει τις πιο εξεζητημένες, καμιά φορά ιδιόρρυθμες, πάντα χρυσοπληρωμένες επιθυμίες των πελατών της. Ναι, οι Κρετς είναι μεσίτες αλλά όχι από εκείνους στους οποίους απευθύνεται κανείς αν ψάχνει δυάρι με αυτόνομη θέρμανση στα Πετράλωνα. Στην πραγματικότητα, δεν εμπορεύονται σπίτια αλλά οικιστικά όνειρα, τα οποία για κάποιους μπορεί να είναι η απτή καθημερινότητά τους.
Φαραωνικών διαστάσεων διαμερίσματα στο λεγόμενο «χρυσό τρίγωνο» του Παρισιού, πολυτελείς βίλες στον γαλλικό Νότο, εξοχικές κατοικίες στη Μεσόγειο, διατηρητέα chateaux, ακόμα και πύργους περιλαμβάνει το χαρτοφυλάκιό τους. Υπάρχουν βέβαια και κάποια σπίτια που παρότι μοιάζουν φτιαγμένα για να διαπραγματευτούν από τους πολύπειρους και οικουμενικά διάσημους πια μεσίτες έχουν διαλάθει την προσοχή τους. Οπως για παράδειγμα το εμβληματικό διαμέρισμα όπου για περισσότερο από δύο δεκαετίες έζησε και δημιούργησε ο Ανρί Ματίς στη νότια Γαλλία και το οποίο είναι διαθέσιμο προς πώληση από τη Sotheby’s International Realty.
Το 165 τετραγωνικών μέτρων διαμέρισμα βρίσκεται σε ένα ιστορικό κτίριο της συνοικίας Σιμιέ που κατοπτεύει -κυριολεκτικά και μεταφορικά- την κοσμοπολίτικη Νίκαια. Το Excelsior Regina Palace, χτισμένο το 1897, λειτούργησε για χρόνια ως ξενοδοχείο το οποίο φιλοξενούσε τα στίφη των αριστοκρατών, των γαλαζοαίματων και των διασημοτήτων της εποχής -από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ μέχρι τον τελευταίο αυτοκράτορα της Αυστρίας Φρανς Γιόζεφ- που ανακάλυπταν την αίγλη του παραθερισμού στην Κυανή Ακτή.
Ο αστικός μύθος λέει ότι στην πραγματικότητα το ξενοδοχείο δημιουργήθηκε προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία της βασίλισσας Βικτωρίας, η οποία ήθελε μεν να περνά περισσότερο χρόνο στη νότια Γαλλία, αλλά λέγεται πως δεν έβρισκε ένα κατάλυμα στα μέτρα της. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το κτίριο στον αριθμό 71 της Boulevard Cimiez έπαψε τη λειτουργία του ως ξενοδοχείο και τα δωμάτια και οι σουίτες μετασκευάστηκαν σε ευρύχωρα διαμερίσματα. Φυσικά χωρίς το διάσημο art nouveau οικοδόμημα να θυσιάσει τίποτα από την αρχιτεκτονική και βέβαια τη μυθολογία του, την οποία συναντά κανείς ακόμα και σήμερα σε κάθε σπιθαμή του.
Ηταν η περίοδος που ο Ανρί Ματίς, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες μετά το τέλος του πολέμου, αναζητούσε το χρώμα και τη χαρά της ζωής. Ο γαλλικός Νότος θα μπορούσε το δίχως άλλο να γίνει η κοιτίδα της έμπνευσης που διακαώς ήθελε. Ηταν κάτι που ο Γάλλος καλλιτέχνης γνώριζε από πρώτο χέρι από την παρθενική επίσκεψή του στην περιοχή το καλοκαίρι του 1904. Τότε ο Ματίς είχε φιλοξενηθεί από τον συνάδελφο και φίλο του Πολ Σινιάκ στο Σεν Τροπέ κι εκεί ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στον διάσημο πίνακά του «Luxe, Calme & Volupte» (Πολυτέλεια, Ηρεμία & Απόλαυση), ο οποίος σήμερα ανήκει στη συλλογή του Μουσείου Ορσέ. Στην Κυανή Ακτή ο θεωρούμενος πατέρας του κινήματος του φοβισμού ανακάλυψε μια πιο ανάλαφρη παλέτα χρωμάτων που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της ώριμης περιόδου του και έθεσε κατά συνέπεια εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό του ως φοβιστή.
Ο Ματίς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των 30s στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, όπου δημιούργησε κάποιους από τους πιο αναγνωρίσιμους πίνακες και πολλά από τα διάσημα γλυπτά του. Αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει μόνο το 1943 υπό την απειλή των ναζί, όταν και φυγαδεύτηκε σε μία μικρότερη κοντινή πόλη, ενώ επέστρεψε το 1947 και έμεινε έως το τέλος της ζωής του, το 1954. Από τότε μέχρι σήμερα το διαμέρισμα άλλαξε μόλις τέσσερις φορές ιδιοκτήτες -ένας από αυτούς ήταν μάλιστα δισέγγονός του- ενώ μια ιδέα για την αισθητική και ιστορική αξία του έχουν λάβει όσοι παρακολούθησαν το ντοκιμαντέρ «Becoming Matisse» του BBC.
Αν οι τοίχοι του πέντε δωματίων κι ενός αιθρίου με θέα στο Λιμάνι των Αγγέλων της Νίκαιας διαμερίσματος είχαν στόμα να μιλήσουν, σίγουρα θα είχαν πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν όχι μόνο για τον καλλιτεχνικό αλλά και για τον ιδιωτικό βίο του. Οπως για παράδειγμα τους ομηρικούς καβγάδες που τελικά τον οδήγησαν σε διαζύγιο με τη σύζυγό του Αμελί. Εκείνη στα τέλη της δεκαετίας του ’30 υποψιαζόταν -ορθώς- ότι ο Ματίς διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό με τη Ρωσίδα φίλη της και μοντέλο του, Λίντια Ντελεκτόρσκαγια. Η τελευταία μάλιστα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει για χάρη του ζωγράφου, αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος αλλά ως εκ θαύματος επέζησε και πέρασε την υπόλοιπη ζωή της φροντίζοντας τον καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο, λόγω επιπλοκών του καρκίνου, ζωγράφου.
Το Σιμιέ χαρακτηρίστηκε για πάντα από τον Ματίς (και τους εντιμότατους φίλους του Μαρκ Σαγκάλ και Πάμπλο Πικάσο), όπως και το έργο του ζωγράφου σφραγίστηκε από το κάλλος, την ατμόσφαιρα και το φυσικό φως της περιοχής. Φυσικά και το να αποκτήσει κάποιος το διαμέρισμα που στέγασε έναν από τους σπουδαιότερους μοντέρνους καλλιτέχνες δεν είναι ακόμη μία αγορά, αλλά επένδυση. Πρακτικά μιλώντας, για την τιμή των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων που έχει τεθεί ως κατώφλι προσφορών, αγοράζει κανείς πέντε δωμάτια, δύο μπάνια, το υπέροχο μαρμάρινο τζάκι και την εντοιχισμένη βιβλιοθήκη, το συγκλονιστικά ωραίο αίθριο και τα τέσσερα μπαλκόνια που περιβάλλουν το διαμέρισμα. Κυρίως γίνεται κοινωνός αξιών που το χρήμα, όσο άφθονο κι αν είναι, δεν μπορεί να αγοράσει: της ιστορίας και της αισθητικής.