Πολλά χαμόγελα έφερε στους Έλληνες τραπεζίτες το μήνυμα που έστειλε την περασμένη εβδομάδα η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ σύμφωνα με το οποίο δεν θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες νέες μειώσεις επιτοκίων.

Η ΕΚΤ κατέστησε σαφές το στίγμα της νομισματικής πολιτικής που θα υιοθετηθεί από εδώ και στο εξής, το οποίο, αν δεν ανατραπούν οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων της ως προς την τιθάσευση του πληθωρισμού – σε ένα πάντως εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον – προβλέπει ότι δεν έχουμε τους επόμενους μήνες νέες μειώσεις επιτοκίων.

Η εξέλιξη αυτή χαροποίησε ιδιαίτερα το εγχώριο πιστωτικό σύστημα καθώς θωρακίζονται οι εκτιμήσεις για τα φετινά κέρδη, τα οποία με την σειρά τους λύνουν τα χέρια στους τραπεζίτες για την προχωρήσουν αποφασιστικά στις στρατηγικές επιλογές τους.

Πρακτικά η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι με δεδομένη την διαφορά φάσης ανατιμολόγησης των δανείων, την ισχυρή πιστωτική επέκταση που καταγράφεται και τις κινήσεις αντιστάθμισης του κινδύνου που παραδοσιακά επιλέγονται, οι απώλειες σε επίπεδο καθαρών εσόδων από τόκους όχι μόνο θα αντισταθμιστούν αλλά πιθανότατα θα υπερκαλυφθούν.

Μάλιστα στο σύνολό τους τα υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη που βρέθηκαν μέσα στην εβδομάδα στο Βερολίνο και στο ιδιαίτερης βαρύτητας συνέδριο Goldman Sachs,κατέστησαν σαφή την παραπάνω εξέλιξη προς πάσα επενδυτική κατεύθυνση.

Οι ίδιες πηγές μετέφεραν στην «a» ότι «είναι πλέον εμφανές ότι η αγωνία των διεθνών funds για τα έσοδα από τόκους έχει καταλαγιάσει, αφού άπαντες πλέον εκτιμούν πως ως το τέλος του 2025 δεν θα υπάρξουν πολλές νέες μειώσεις επιτοκίων καθώς το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ δεν αναμένεται να πέσει κάτω από το 1,75%».

Την ίδια στιγμή διεμήνυσαν σε όλες τις κατ’ ιδίαν επαφές που είχαν με τα μεγαλύτερα επενδυτικά funds του πλανήτη ότι η πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών έχει πατήσει «γκάζι» γεγονός που θα φανεί στα οικονομικά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου του έτους, αντισταθμίζοντας ό,τι χάνεται από τα «μειωμένα» επιτοκιακά έσοδα.

Ως εκ τούτου το ενδιαφέρον εστιάστηκε στα μερίσματα που θα διανεμηθούν για την τρέχουσα χρήση και στην πιστωτική δραστηριότητα.

Αυξάνονται τα μερίσματα

Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε τις τελευταίες μέρες και ένα θετικό σενάριο στις τάξεις των μετόχων και των επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες, καθώς στην περίπτωση που η κερδοφορία για την φετινή χρήση ξεπεράσει τους αρχικούς στόχους που έχουν τεθεί και η εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου αποβεί μεγαλύτερη από αυτή που είχαν υπολογίσει οι διοικήσεις τότε είναι πολύ πιθανόν να υπάρξουν ανοδικές αναθεωρήσεις στο ποσοστό των κερδών που θα επιστραφούν στους μετόχους με την μορφή μερίσματος.

Πρώτες υποψήφιες να προχωρήσουν στην αύξηση του ποσοστού κερδών που θα κατευθυνθούν στο μέρισμα είναι η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank, οι ισολογισμοί των οποίων παρουσιάζουν έναν ιδιαίτερα θετικό συνδυασμό υψηλής κεφαλαιακής επάρκειας και κερδοφορίας.

Ήδη στις τάξεις των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών κυκλοφορεί η εκτίμηση ότι η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας είναι πιθανό να αυξήσει το payout ratio από τα κέρδη τρέχουσας χρήσης σε επίπεδα του 70% – όπως προσανατολίζεται ήδη η διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου – ενώ αντίστοιχα η Eurobank θα κινηθεί προς τα επίπεδα του 60%.

Βέβαια τονίζουν οι ίδιες πηγές καθοριστικός παράγοντας σε μια τέτοια απόφαση είναι και οι πιθανές κινήσεις εξαγορών που δρομολογούν τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα και το ύψος των κεφαλαίων που θα χρειαστεί να «κάψουν».

Τι θα πράξει η ΕΚΤ

Τραπεζικοί αναλυτοί σχολιάζοντας στην «a» τι σηματοδοτεί η στρατηγική της ΕΚΤ, τονίζουν ότι « η υιοθέτηση στάσης αναμονής από την Κριστίν Λαγκάρντ στο μέτωπο των επιτοκίων αποτελεί αναμφίβολα θετικό νέο για τις τράπεζες, εφόσον η παραπάνω στάση δεν ανατραπεί από το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον.

Αυτή την στιγμή, οι αγορές προεξοφλούν άλλη μια μείωση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά 25 μονάδων βάσης παγώνοντας τις όποιες ανησυχίες για την κερδοφορία του 2026».

«Σε ότι αφορά στην κερδοφορία του εγχώριου πιστωτικού συστήματος για το 2025 τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα και οι στόχοι επιτεύξιμοι» τονίζουν οι ίδιες πηγές.

Η ισχυρή πιστωτική επέκταση που καταγράφεται από την αρχή της χρονιάς σε συνδυασμό με τα hedges και τη μικρή συμμετοχή των προθεσμιακών στο συνολικό μείγμα καταθέσεων, οδηγούν σε υπερκάλυψη των απωλειών στο μέτωπο των καθαρών εσόδων από τόκους.

Με αυτά τα δεδομένα έχει αρχίσει να καλλιεργείται η πεποίθηση, καταλήγουν, ότι το φθινόπωρο και μετά την δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το Β’ και Γ’ τρίμηνο οι ελληνικές τράπεζες με προεξέχουσες την Εθνική Τράπεζα και την Eurobank, με αφορμή τον ισχυρότερο του προϋπολογιζόμενου ρυθμό δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου, να προχωρήσουν σε ανοδική αναθεώρηση του payout ratio τρέχουσας χρήσης.

Αρχικά η Εθνική Τράπεζα να αποφασίσει ήδη από εφέτος την αύξηση τα προς διανομή κέρδη προς το 70% ενώ η Eurobank να το οριστικοποιήσει προς το υψηλό του εύρους ήτοι το 60%.

Περιθώριο κοινωνικής πολιτικής

Η επίτευξη σταθερά υψηλής κερδοφορίας είναι εξαιρετικά πιθανό εκτός από τα πολύ θετικά νέα για τους μετόχους τους να επιτρέψει στις τράπεζες και ορισμένες κινήσεις για την ανάδειξη του κοινωνικού τους προσώπου.

Υπενθυμίζεται ότι από τα περσινά κέρδη και σε συνεννόηση με το οικονομικό επιτελείο αποφασίστηκε να κοπούν μια σειρά χρεώσεις στις λαϊκές συναλλαγές.

Αντίστοιχα φέτος με δεδομένο ότι η κυβέρνηση πιέζει για την εξεύρεση λύσης και για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο δεν θα αποτελέσει έκπληξη εάν αποφασιστεί ένα μικρό «κούρεμα» των απαιτήσεων εφόσον μετατρέπονται σε ευρώ και αφορούν βέβαια σε ευάλωτους οικονομικά δανειολήπτες.

Πρόκειται για δάνεια ύψους 6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και από αυτά 1 δισ. είναι σε καθυστέρηση.

Τα περισσότερα δάνεια σε ελβετικό, ωστόσο, έχουν τιτλοποιηθεί, αγοραστεί από funds και βρίσκονται υπό την διαχείριση των servicers.

Η νομική απαίτηση από τα δάνεια αυτά σήμερα, μαζί με τους τόκους υπερημερίας ξεπερνά τα 4,6 δισ. ευρώ και αφορά σε περίπου 20.000 δανειολήπτες.

Διαβάστε ακόμη: