Η ζωγραφική του Άγγελου Μαυραειδή αποτελεί μια βαθιά βιωματική εμπειρία, όπου το χρώμα δεν είναι απλώς μέσο, αλλά ζωντανός οργανισμός που αποκαλύπτει και εκφράζει τον έντονο ψυχισμό του δημιουργού.
Μέσα από τα έργα του αναδύεται μια εσωτερική ένταση, μια αίσθηση πάθους και αναζήτησης, που αντανακλά την προσωπική του διαδρομή.
Το χρώμα λειτουργεί ως πρωταρχικός φορέας συναισθημάτων και ενέργειας, μεταφέροντας στον θεατή μια σπάνια αμεσότητα και βιολογική αυθεντικότητα.
Στην εποχή μας, όπου συχνά αναζητούμε διόρθωση και επαναπροσδιορισμό, η δουλειά του Μαυραεΐδή φωτίζει την αναγκαιότητα να επανέλθουμε στην ουσία του βιώματος και της αλήθειας που κρύβει το έργο τέχνης

Η ζωγραφική ήρθε σαν ερωμένη στην ζωή μου
-Άγγελε, η ζωγραφική μπήκε ξαφνικά στη ζωή σας, μετά από μια μεταφυσική εμπειρία στον ύπνο. Θυμάστε πώς ακριβώς συνέβη και τι νιώσατε εκείνη τη στιγμή;
-Η ζωγραφική ήρθε σαν ερωμένη στην ζωή μου να με γεμίσει με ηδονές, καρδιοχτύπια, αέναα ξενύχτια, δημιουργικούς διθυράμβους και προσωπική εξέλιξη. Στον αντίποδα όμως υπήρχαν απογοητεύσεις, απομόνωση, εργασιακή αβεβαιότητα και ελάχιστες φορές καλλιτεχνικά αδιέξοδα.
Η καρμική σχέση μου με την ζωγραφική δεν ήταν ποτέ εκδηλωμένη με μια κάποια έφεση στα καλλιτεχνικά. Στα μετεφηβικά μου χρόνια χρειάστηκε να νοσηλευτώ για κάποιους μήνες. Εκεί στον ύπνο μου, στα όνειρα μου στον λήθαργο μου ήμουν ζωγράφος. Έβλεπα την ζωή ενός ζωγράφου να περνάει από μπροστά μου και μου φάνηκε περίεργο. Ήταν σαν ένα κάλεσμα που ήθελα να ανταποκριθώ με όλη μου τη δύναμη. Όταν συνήλθα και το συνειδητοποίησα αποφάσισα να το κάνω πραγματικότητα.

Η μύηση στη ζωγραφική
– Πώς ήταν η μετάβαση από την “απλή καθημερινότητα” στον κόσμο της τέχνης; Νιώσατε ότι βρήκατε αμέσως τον εαυτό σας μέσα στη ζωγραφική;
-Δύσκολα προσαρμόστηκα στον κόσμο της τέχνης. Τα τρία πρώτα χρόνια των σπουδών μου, ήμουν απών. Είχα εμφανιστεί τις πρώτες ημέρες στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά ένιωσα σαν να είχα βρεθεί σε ξένο τόπο. Οι συμφοιτητές μου —με ταγάρια στον ώμο, ρούχα πασαλειμμένα με μπογιές και χέρια μαυρισμένα από κάρβουνα— μου φάνηκαν ανοίκειοι, σαν να ανήκαν σε έναν άλλο κόσμο. Όλα έμοιαζαν “χύμα”, αυθόρμητα, ακατέργαστα, σχεδόν πρωτόγονα· κι εγώ, τότε, ήμουν ακόμη μακριά από αυτό.
Εκείνη την εποχή, εργαζόμουν στο Δημόσιο. Με είχε καταβάλει η ραστώνη του κρατικού μηχανισμού, η αργή ροή των ημερών, η αδράνεια που μεταμφιεζόταν σε κανονικότητα. Μα κάθε βράδυ, για τρία ολόκληρα χρόνια, με επισκέπτονταν οι τύψεις. Μετά από τόσο κόπο, προετοιμασία και αγωνία για να εισαχθώ στη σχολή, δεν παρακολουθούσα. Και μια τέτοια νύχτα, μέσα στη σιωπή των ενοχών, πήρα την απόφαση: παραιτήθηκα. Κι από την επόμενη μέρα, άρχισα να πηγαίνω καθημερινά.
Άφησα πίσω το κοστούμι του υπαλλήλου και φόρεσα την αμφίεση του σπουδαστή. Συντονίστηκα με τον παλμό της σχολής, με τον ιδρώτα, το χρώμα, το κάρβουνο και τη δημιουργική ακαταστασία. Μπήκα στο πνεύμα του εκκολαπτόμενου ζωγράφου, του καλλιτέχνη σε διαμόρφωση — και πέρασα πέντε χρόνια από τα ομορφότερα της ζωής μου.
Δεν μπορώ να πω πως έχω “βρει” τον εαυτό μου. Ίσως αυτή η συνεχής αναζήτηση να είναι και η μορφή ελευθερίας που μου δίνει η τέχνη. Γιατί η τέχνη, ακόμη κι αν δεν δίνει πάντα απαντήσεις, πλάθει τον δημιουργό με έναν τρόπο μοναδικό. Γίνεται τρόπος ζωής, καθημερινή εμπλοκή, φίλτρο αντίληψης του κόσμου. Και μαζί της, πλάθεται και μια νέα προσωπικότητα.
Βέβαια, το να δηλώνεις «καλλιτέχνης» σίγουρα έχει άλλη γοητεία απ’ το να λες πως είσαι δημόσιος υπάλληλος ή ηλεκτρολόγος. Δεν το αρνούμαι. Αλλά προσωπικά, προτιμώ να κρατώ χαμηλά τη σημαία του τίτλου — χωρίς έπαρση, χωρίς στόμφο.
Αυτό που πραγματικά με διασκεδάζει, είναι το “άλλοθι” του καλλιτέχνη. Εκείνη η σιωπηρή κοινωνική άδεια που του επιτρέπει να κοιμάται αργά, να ξυπνάει ακόμη αργότερα, να ξεχνά ραντεβού, να φορά ασιδέρωτα ρούχα, να κυκλοφορεί με αλλιώτικες κάλτσες, να ζει εντέλει λίγο εκτός πλαισίου. «Είναι καλλιτέχνης», λένε, και όλα εξηγούνται.
Αυτό που πραγματικά με διασκεδάζει, είναι το “άλλοθι” του καλλιτέχνη
Η Σχολή και οι Δάσκαλοί μου
-Η ΑΣΚΤ ήταν ένας σημαντικός σταθμός για εσάς. Τι αποκομίσατε από τις σπουδές σας εκεί και πώς διαμόρφωσαν τη δουλειά σας;
-Την σχολή μου την αγάπησα πολύ. Ξεκίνησα το πρώτο έτος στο εργαστήριο ζωγραφικής του Μυταρά με υπέροχο δάσκαλο τον Αντωνόπουλο. Τα υπόλοιπα τέσσερα παρακολούθησα μαθήματα στο εργαστήριο του Χαραλάμπους με τον Μανουσάκη. Βέβαια έδειχνα σε όλους τους καθηγητές την δουλειά μου και καθένας έλεγε κάτι διαφορετικό.
Όλοι όμως είχαν δίκιο. Από εκεί άρχισα να μαθαίνω τις παραμέτρους και τις αντιφάσεις της τέχνης· πώς μπορεί κανείς να παρουσιάζει με αυτοπεποίθηση το έργο του, ακόμα κι όταν στηρίζεται περισσότερο στον λόγο παρά στην ουσία, αλλά και πώς μπορεί ταυτόχρονα να παραμένει γνήσιος, ατόφιος και έντιμος δημιουργός. Εκπαιδευόμουν στο να διακρίνω την αξία ενός έργου ανεξαρτήτως του προσωπικού μου γούστου — να ξεχωρίζω το καλό, είτε με συγκινούσε είτε όχι.
Στις εξαμηνιαίες παρουσιάσεις —μια ανοιχτή διαδικασία αξιολόγησης της καλλιτεχνικής μας σποράς—, καλούμασταν να εκθέσουμε τη δουλειά μας δημόσια, όχι μόνο μπροστά στους καθηγητές, αλλά και ενώπιον συμφοιτητών και επισκεπτών. Ήταν ένας ανοιχτός διάλογος, όπου ο καθένας μπορούσε να εκφράσει άποψη, να αμφισβητήσει, να συμφωνήσει ή να προσθέσει κάτι στη σκέψη του άλλου. Εκεί δεν βαθμολογούμασταν απλώς· δοκιμαζόταν η δουλειά μας, η στάση μας και, πολλές φορές, η αντοχή μας στην κριτική.
Μου άρεσε που είχα πάντα ευρύ κοινό. Κοινό μου ήταν ακόμα οι κυρίες που καθάριζαν το κτήριο, τα μοντέλα που πόζαραν, φοιτητές από άλλα εργαστήρια, καθηγητές και οι δε έπαινοι των δασκάλων μου με προέτρεπαν να δουλεύω ακόμη περισσότερο και να εξελίσσομαι.
Σχεδόν ότι υπήρχε στην Σχολή το δοκίμασα με επιτυχία τολμώ να πω, όπως αγιογραφία στον εξαιρετικό Παύλο Σάμιο, σκηνογραφία, χαρακτική αγγειοπλαστική γλυπτική , πολυμέσα..
Μιλούσαμε στον ενικό με τα ονόματα μας, ο πρύτανης Πάνος Χαραλάμπους ήταν για εμάς ο Πάνος, ο Μιχάλης Μανουσάκης ήταν ο Μιχάλης και αυτό συνέβαινε με την πλειονότητα των δασκάλων και τους ευχαριστώ. Έχω τα καλύτερα αισθήματα για όλους. Αισθάνθηκα σαν να ήμουν σπίτι μου, τους χρωστώ ευγνωμοσύνη για την εμπιστοσύνη και στήριξή τους.

Οι εικαστικοί μου πειραματισμοί
-Το έργο σας απλώνεται σε εννέα διαφορετικές ενότητες. Υπάρχει κάποια από αυτές που σας εκφράζει πιο προσωπικά ή συναισθηματικά;
-Ανά καιρούς δοκιμάζω διαφορετικούς τρόπους έκφρασης αναφορικά με τα υλικά, την τεχνοτροπία, το ύφος κ.α . Όσο δουλεύεις εμπνέεσαι, πειραματίζεσαι και ανακαλύπτεις νέες πτυχές.
Τελευταία με γοητεύουν πολύ τα κολλάζ και οι κατασκευές, υπάρχει όμως μια ιστορία αναφορικά με την μπλε περίοδο που την κάνει πιο βιωματική.
Κάποιο μεσημέρι ενώ λουζόμουν είδα μέσω της αφής και ένιωσα ότι έχω μπλε μαλλιά.
Λίγο αργότερα διάβασα ότι αυτή η αλλόκοτη αλλαγή στην αντίληψη των αισθήσεων ονομάζεται «συναισθησία» — και πως ένας στους δέκα ανθρώπους την βιώνει έστω και προσωρινά. Από τότε, όλα τα έργα που φέρουν το μπλε χρώμα απέκτησαν για μένα μια ιδιαίτερη, σχεδόν συναισθηματική βαρύτητα, χωρίς απαραίτητα να αποτελούν την αγαπημένη μου περίοδο στην τέχνη. Το πρώτο μπλε έργο που με συνεπήρε ήταν μια αυτοπροσωπογραφία με κλειστά μάτια — κάτι τόσο παράξενο, μα ταυτόχρονα συναρπαστικό, που το μετέφρασα αμέσως σε εικαστικό κώδικα μέσα μου.
