Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το μέσο ποσοστό ανεργίας ενισχύθηκε σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση το 1ο τρίμηνο 2021.
Συγκεκριμένα, διαμορφώθηκε στο 16,4% από 16,0% και 16,2% το 4ο τρίμηνο 2020 και το 1ο τρίμηνο 2020 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, η προαναφερθείσα μεταβολή προήλθε από τη μείωση της απασχόλησης, κυρίως τον μήνα Ιανουάριο 2021, η οποία ωστόσο δεν αποτυπώθηκε σε αύξηση του αριθμού των ανέργων αλλά σε ενίσχυση του μη ενεργού πληθυσμού.
Το εν λόγω αποτέλεσμα δύναται να ερμηνευτεί από την παράταση του μέτρου των αναστολών συμβάσεων εργασίας (π.χ. άτομα σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας άνω των 3 μηνών) και από εποχικούς παράγοντες.
Αναλυτικά, βάσει των εποχικά διορθωμένων στοιχείων, ο αριθμός των απασχολούμενων διαμορφώθηκε στα 3.694,1 χιλιάδες άτομα το 1ο τρίμηνο 2021, μειωμένος κατά -5,2% QoQ ή -203,7 χιλιάδες άτομα QoQ (-5,3% YoY ή -206,2 χιλιάδες άτομα YoY).
Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των ανέργων (726,3 χιλιάδες άτομα) κινήθηκε πτωτικά κατά -2,0% QoQ ή -15,0 χιλιάδες άτομα QoQ (-3,8% YoY ή -28,5 χιλιάδες άτομα YoY).
Ως εκ τούτου, τα άτομα που ταξινομήθηκαν εκτός απασχόλησης το 1ο τρίμηνο 2021 διοχετεύτηκαν όχι στο σύνολο των ανέργων αλλά στον μη ενεργό πληθυσμό.
Η τελευταία μεταβλητή (3.453,7 χιλιάδες άτομα), ενισχύθηκε σχεδόν ισόποσα κατά 6,5% QoQ ή 211,0 χιλιάδες άτομα QoQ (6,3% YoY ή 204,8 χιλιάδες άτομα YoY).
Αυτός είναι και ο λόγος της σχετικά ήπιας αύξησης του ποσοστού ανεργίας με δεδομένη την υψηλή μείωση της απασχόλησης.
Αν ένα μέρος από τη μείωση της απασχόλησης είχε οδηγηθεί στην ανεργία και όχι στον μη ενεργό πληθυσμό, τότε η αύξηση του ποσοστού ανεργίας θα ήταν σημαντικά υψηλότερη.
Ως γνωστόν σε κάθε χρονική περίοδο (π.χ. μήνας, τρίμηνο, έτος) καταγράφονται εκροές και εισροές ατόμων από και προς την ανεργία, την απασχόληση και το σύνολο των ατόμων που βρίσκονται εκτός εργατικού δυναμικού.
Μια από τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 ήταν η μεγάλη αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα, δηλαδή των ατόμων που δεν απασχολούνται και δεν αναζητούν εργασία.
Το εν λόγω αποτέλεσμα γεννά 2 ερωτήματα: 1 ον γιατί συνέβη αυτό; 2 ον θα έχει προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα;
Γιατί συνέβη;
Πρώτον, άτομα τα οποία πριν την πανδημία ταξινομούνταν στην ανεργία έπαψαν να αναζητούν εργασία καθότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής λειτουργίας επιχειρήσεων δεν το καθιστούσαν εφικτό.
Δεύτερον, λόγω των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων και της χειροτέρευσης των προσδοκιών που προκάλεσε η πανδημία, μακροχρόνια άνεργοι οδηγήθηκαν εκτός εργατικού δυναμικού (το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στην Ελλάδα μειώθηκε στο 66,5% το 2020 από 70,3% το 2019).
Τρίτον, βάσει της μεθοδολογίας της έρευνας εργατικού δυναμικού, οι απασχολούμενοι σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας άνω των 3 μηνών δεν ανήκουν στο σύνολο της απασχόλησης.
Επιπρόσθετα, δεν δύναται να ταξινομηθούν ως άνεργοι καθότι δεν αναζητούν ενεργά εργασία.
Συνεπώς εξέρχονται του εργατικού δυναμικού.
Τέταρτον, ένα μέρος των εποχιακών εργαζομένων οδηγήθηκε εκτός εργατικού δυναμικού.
Οι προαναφερθέντες παράγοντες εξηγούν σε έναν βαθμό την αύξηση του μη ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Θα έχει προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα;
Η ενίσχυση του μη ενεργού πληθυσμού συνδέεται άμεσα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πανδημίας και με τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης.
Ως εκ τούτου, το εν εξελίξει σταδιακό άνοιγμα των οικονομικών-κοινωνικών δραστηριοτήτων και η προσαρμογή των μέτρων στήριξης της απασχόλησης στις νέες συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας εκτιμάται ότι θα αντιστρέψουν την ανοδική πορεία του μη ενεργού πληθυσμού.
Ζητούμενο παραμένει τι ποσοστό από την προσδοκώμενη αύξηση του εργατικού δυναμικού θα επιστρέψει στην απασχόληση.
Αυτό θα καθορίσει την τροχιά του ποσοστού ανεργίας και θα εξαρτηθεί από τη δυναμική της ανάκαμψης και της βελτίωσης των προσδοκιών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Οι δύο προαναφερθέντες παράγοντες επηρεάζουν θετικά τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά εργασίας.
Ωστόσο, το μεγάλο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων και οι μόνιμες αλλαγές που αναμένεται να επιφέρει η υγειονομική κρίση τόσο στη σύνθεση των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας όσο και στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων δύνανται να φρενάρουν την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού.
Σε αυτό το πεδίο κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρόλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μέσω του 3ου πυλώνα (απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή).
Η ελληνική οικονομία, λόγω του δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει, δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί εκτός εργατικού δυναμικού δεκάδες χιλιάδες άτομα ικανά προς εργασία.