Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έρχονται συνήθως αντιμέτωπες με μεγάλες εταιρείες που κυριαρχούν στην αγορά και ενδέχεται να γίνονται θύματα αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών με σκοπό την εκμετάλλευσή ή την εκδίωξή τους από την αγορά.

Αυτό σημειώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού που έχει συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που αφορούν στον ανταγωνισμό και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενώ επισημαίνει ότι η επιχείρηση έχει δικαιώματα και ευθύνες βάσει του Νόμου 3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό (ή βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ).

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (περίπου 821.000). Ανήκουν δηλαδή στην κατηγορία των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) βάσει και των κριτηρίων για τον ορισμό μιας επιχείρησης ως ΜμΕ (δηλαδή, αριθμός εργαζομένων μικρότερος του 250 και ετήσιος κύκλος εργασιών κάτω από 50 εκατ. ευρώ+/- ή σύνολο ετήσιου ισολογισμού κάτω από 43 εκατ. ευρώ). Συνολικά δημιουργούν πάνω από το μισό της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία.

Αποτελούν συνεπώς ένα ζωτικό κομμάτι της οικονομικής ζωής καθώς και τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής κοινωνίας και πρέπει να γνωρίζουν πώς να προστατευτούν από αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές οι οποίες έχουν αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξή τους και στους καταναλωτές, αλλά και πώς να αποφεύγουν να συμμετέχουν σε αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές για τις οποίες μπορεί να τους επιβληθεί πρόστιμο από την επιτροπή.

Ενώ η Επιτροπή συνήθως δεν μπορεί να εμπλακεί σε μεμονωμένες ιδιωτικές διαφορές, μπορεί ωστόσο να παρέχει την κατάλληλη καθοδήγηση για τις πρακτικές και καταστάσεις στην αγορά που ενδέχεται να παραβιάζουν τον ανταγωνισμό.

Είτε πρόκειται για μια απλή ενημέρωση επί των θεμάτων που αφορούν τις επιχειρήσεις αυτού του μεγέθους είτε για περαιτέρω, ειδικότερες, ερωτήσεις, η ιστοσελίδα για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) παρέχει τις απαραίτητες εκείνες πληροφορίες για την ενημέρωση σε θέματα ανταγωνισμού για τις ΜμΕ.

Με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται η αυτονομία και η ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ, ενώ δίνονται οι βασικές απαραίτητες πληροφορίες για την χάραξη της εμπορικής πολιτικής τους και της αντιμετώπισης των προκλήσεων στη λειτουργία τους στην αγορά. Ας δούμε όμως, κάποια από τα θέματα που θίγει η Επιτροπή Ανταγωνισμού:

Η επιχείρησή σου και οι μεγάλοι της αγοράς

Οι ΜμΕ έρχονται συνήθως αντιμέτωπες με μεγάλες εταιρείες που κυριαρχούν στην αγορά και ενδέχεται να γίνονται θύματα αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών με σκοπό την εκμετάλλευσή ή την εκδίωξή τους από την αγορά. Συνεπώς, οι ΜμΕ πρέπει να κατανοούν τη νομοθεσία για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης ώστε να εντοπίσουν τις πρακτικές που εφαρμόζονται εις βάρος τους με σκοπό την εκμετάλλευση ή τον αποκλεισμό τους.

Το άρθρο 2 του ν.3959/2011 απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην ελληνική αγορά, ιδίως:

α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. στην υπερβολική τιμολόγηση προϊόντων/υπηρεσιών ή στην τιμολόγηση κάτω του κόστους),

β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών (π.χ. στον περιορισμό της δυνατότητας χρήσης νέων τεχνολογικών μέσων),

γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό (π.χ. στη διακριτική μεταχείριση κλπ.),

δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. στη δεσμοποίηση 2 διαφορετικών προϊόντων μαζί για την πώληση τους κλπ.).

Η λίστα των ανωτέρω πρακτικών δεν είναι περιοριστική, καθώς και άλλες πρακτικές μπορεί να είναι καταχρηστικές.

Πότε υπάρχει η «δεσπόζουσα θέση» που αναφέρει ο νόμος; 

Μία εταιρεία κατέχει δεσπόζουσα θέση συνήθως όταν έχει υψηλό μερίδιο αγοράς π.χ. μερίδιο αγοράς άνω του 40%, στη «σχετική αγορά» όπου δραστηριοποιείται, συνυπολογίζοντας και άλλα κριτήρια (π.χ. μερίδια ανταγωνιστών). Η σχετική αγορά περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων/υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται. Τις αναλύσεις πραγματοποιεί η ΕΑ βάσει στοιχείων που συλλέγονται από την αγορά.

Μικροί και μεγάλοι εν δράσει

Τι πρέπει να προσέχει η κάθε ΜμΕ;

Οι ΜμΕ πρέπει να είναι προσεκτικές και να αντιδρούν σε περιπτώσεις όπου στην αγορά εμφανίζονται κάποιες από τις παρακάτω τιμολογιακές ή άλλες πρακτικές (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όλες αυτές οι πρακτικές απαγορεύονται, αλλά ότι πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις τους στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών ή/και αντι-ανταγωνιστικές επιπτώσεις στην αγορά):

Τιμολογιακές πρακτικές

– Πώληση κάτω του κόστους των προϊόντων ή ενδεχομένως η υπερβολική τιμολόγηση τους (π.χ. μια αύξηση 200%).

– Διακριτική τιμολόγηση σε πελάτες ή διακριτική έκπτωση προς ένα πελάτη.

– Έκπτωση πίστης και αποκλειστικότητας, χορηγούμενη ώστε οι πελάτες να μην αγοράσουν από ανταγωνιστές.

– Έκπτωση για την αποφυγή εισαγωγής προϊόντων από άλλες χώρες της ΕΕ.

– Έκπτωση για αγορές πλήρους γκάμας προϊόντων.

– Έκπτωση ομαδοποίησης προϊόντων, με φτηνότερη πώληση πακέτου προϊόντων απ’ ότι για τα προϊόντα ξεχωριστά.

– Αναδρομική έκπτωση ποσότητας, που δίνεται για το σύνολο των αγορών μιας χρονιάς στο τέλος του χρόνου.

– Παροχές για αποκλεισμό ή μειονεκτική προβολή ανταγωνιστών στα ράφια καταστημάτων κλπ.

Μη-τιμολογιακές πρακτικές

– Επιβολή όρων αποκλειστικότητας στις εμπορικές σχέσεις (π.χ. αποκλειστική προώθηση, αποκλειστική προμήθεια, μη-ανταγωνισμός και αναφορά ανταγωνιστικών προσφορών, αποκλειστική χρήση παροχών (ψυγεία κλπ.).

– Μείωση παραγωγής ή διάθεσης των προϊόντων (π.χ. τεχνητή έλλειψη στην αγορά) ή περιορισμός και αποφυγή χρήσης νέων τεχνολογιών για την ανάπτυξη της αγοράς.

– Αδικαιολόγητη άρνηση προμήθειας ή άρνηση πρόσβασης σε κάποια παροχή (π.χ. πρόσβαση σε δίκτυο).

– Ορισμένοι αθέμιτοι όροι και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (π.χ. κακόβουλη άσκηση αγωγών κατά μιας ΜμΕ).

Η εικόνα των χρεών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Σχέσεις με τους ανταγωνιστές. Ποιες απαγορεύονται και ποιες όχι

Απαγορευμένες συμπράξεις (συμφωνίες, καρτέλ κλπ.) Το άρθρο 1 του ν.3959/2011 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό απαγορεύει τις συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην ελληνική Επικράτεια, και ιδίως:

α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής (π.χ. οιέμποροι Α και Β συμφωνούν να πουλάνε τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα στην ίδια τιμή),

β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μειώσουν την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων ώστε να αυξηθεί η τιμή τους λόγω τεχνητής έλλειψης),

γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να μοιράσουν τις περιοχές που θα πουλάνε τα προϊόντα τους, καθώς και από που θα αγοράζουν τα εμπορεύματά τους),

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Απαγορεύονται στους ανταγωνιστές που λειτουργούν σε μία «σχετική αγορά» (δηλαδή παρέχουν τα ίδια ή μεταξύ τους εναλλάξιμα προϊόντα/υπηρεσίες) όλων των ειδών οι συμφωνίες (προφορικές ή γραπτές, με συγκεκριμένο τύπο ή χωρίς) ή εναρμονισμένες πρακτικές (μοτίβο συντονισμού κινήσεων/πρακτικών ανταγωνιστών χωρίς να υπάρχει συμφωνία) που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα κάποια από τις ανωτέρω πρακτικές.

Η απαγόρευση ισχύει και για αποφάσεις συνδέσμου/ένωσης προς τα μέλη του με τέτοιο περιεχόμενο, δηλαδή εάν τέτοιου είδους αποφάσεις προέρχονται από σύνδεσμο/ένωση επιχειρήσεων όπου ανήκει η ΜμΕ, τότε οι αποφάσεις αυτές είναι παράνομες.Επίσης, ενδέχεται να είναι αντι-ανταγωνιστικές, συμπράξεις, εναρμονισμένες πρακτικές ή/και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων με σκοπό ή αποτέλεσμα:

δ) την εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού (π.χ. οι παραγωγοί Α και Β συμφωνούν να μην εφοδιάζουν μια συγκεκριμένη ομάδα λιανοπωλητών),

ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών (π.χ. οι έμποροι Α και Β συμφωνούν να πωλούν τα νέα προϊόντα μόνο μαζί με παλιό στοκ).

Τι πρέπει να προσέχει η κάθε ΜμΕ;

Γενική αρχή για κάθε επιχείρηση, είναι να εφαρμόζει μόνο τη δική της αυτόνομη εμπορική πολιτική, ιδιαίτερα αναφορικά με την τιμολόγηση και τις πωλήσεις της, την παραγωγή και εμπορία και τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς!

Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να συντονίζει τις εμπορικές τις ενέργειες με άλλες επιχειρήσεις (π.χ. είτε αφορούν τιμές αγοράς ή πώλησης προϊόντων, σε ποιους πελάτες και σε ποιες περιοχές θα πουλάνε προϊόντα, εάν θα μειώσουν την παραγωγή, εάν θα γίνει μποϋκοτάζ άλλων επιχειρήσεων, εάν θα μοιράσουν διαγωνισμούς προμήθειας, τι είδους και πόσο έκπτωση θα κάνουν κλπ.). Ούτε πρέπει να δίνει πληροφορίες σε ανταγωνιστές (άμεσα ή έμμεσα) για αποφάσεις ή ποιοτικούς/ποσοτικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την εμπορική και τιμολογιακή πολιτική τώρα ή στο μέλλον (π.χ. κόστος, τζίρους, πωλήσεις, θέματα παραγωγής, σχέδια επενδύσεων, εκπτώσεις, προωθητικές ενέργειες κλπ.).

Μα είμαι μια πολύ μικρή επιχείρηση… Όσο μικρή και να είναι μια επιχείρηση, εφόσον εφαρμόζει τις προαναφερθείσες πρακτικές, παραβιάζει τον νόμο!

Μία ΜμΕ μπορεί να έρθει σε συνεννόηση με ανταγωνιστές της για θέματα που δεν έχουν αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή δεν επηρεάζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό, εφόσον το συνολικό μερίδιο που κατέχουν στη συγκεκριμένη αγορά που δραστηριοποιούνται είναι <10% (εάν αφορά συμφωνία μεταξύ μη-ανταγωνιστών τότε το ποσοστό είναι <15%).

 

Επιτροπή Ανταγωνισμού: Άνω του 50% οι μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν ερευνηθεί