Οι ισχυρές παγκοσμίως επιπτώσεις της πανδημίας του νέου κορωνοϊού στην οικονομική δραστηριότητα καταγράφηκαν και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2020.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Το εγχώριο προϊόν συρρικνώθηκε κατά 8,2% σε ετήσια βάση, κύρια λόγω της μεγάλης πτώσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών υπηρεσιών, ενώ το 2019 είχε προηγηθεί οικονομική ανάκαμψη κατά 1,6%.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ελληνική οικονομία διανύει τη δεύτερη εξαιρετικά μεγάλη σε μέγεθος ύφεση μέσα σε μια δεκαετία, έπειτα από την κρίση χρέους, κατά την οποία απωλέσθηκε περισσότερο από το ¼ του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας την περίοδο 2008-2016.
Ως αποτέλεσμα της πρώτης κρίσης, το ποσοστό απασχόλησης στο σύνολο του πληθυσμού μειώθηκε έως και το 48,8% το 2013 από 61,4% το 2008, ενώ η ανεργία εκτοξεύθηκε σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά, 27,5% το 2013, έναντι 7,8% το 2008.
Την περίοδο 2017-2019 καταγράφηκε οικονομική ανάκαμψη με μικρή, αλλά αυξανόμενη δυναμική, η οποία ωστόσο διακόπηκε από την εξάπλωση της πανδημίας στις αρχές του 2020.
Ως αποτέλεσμα της δεύτερης και τρέχουσας κρίσης, η μείωση του ποσοστού ανεργίας επιβραδύνθηκε, η ανάκαμψη του ποσοστού απασχόλησης ανακόπηκε ενώ η συμμετοχή στην αγορά εργασίας επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του 2020.
Η πρόσφατη εξέλιξη των βασικών δεικτών της αγοράς εργασίας δεν ήταν χειρότερη από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, καθώς τα μέτρα πολιτικής που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας βασίστηκαν στη στήριξη θέσεων εργασίας και αποθάρρυνση των απολύσεων.
Η ελληνική αγορά εργασίας
Στον τομέα της ελληνικής αγοράς εργασίας παρουσιάζονται διαχρονικά δομικές αδυναμίες, οι οποίες αποτυπώνονταν συστηματικά και πριν την περίοδο της ελληνικής κρίσης σε μια σειρά από μεταβλητές.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει διαχρονικά το υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου ποσοστό ανεργίας σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης που υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.
Ανάμεσα στις διαρθρωτικές προκλήσεις στην αγορά εργασίας, αρκετές συνδέονται με το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα η αναντιστοιχία δεξιοτήτων και θέσεων καθώς και η ανεπαρκής επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Ταυτόχρονα, το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας ήταν και παραμένει συστηματικά χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η απόκλιση καταγράφεται κυρίως στο γυναικείο και νέο πληθυσμό, καθώς επίσης στην ηλικιακή ομάδα άνω των 50 ετών.
Η συμμετοχή στην επίσημη εργασία, πέρα από τα κίνητρα που εξαρτώνται από τις αμοιβές, τη φορολογία της εργασίας και το επίπεδο παροχών σε καθεστώς ανεργίας, συνδέεται με ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών, όπως η επάρκεια των δομών προσχολικής αγωγής και περίθαλψης της τρίτης ηλικίας, καθώς και προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης.
Στην Ελλάδα, το μη μισθολογικό κόστος της μισθωτής εργασίας είναι διαχρονικά σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και ακόμα περισσότερο του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ.
Τόσο η υψηλή φορολογία της εργασίας, όσο και το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών, επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα κόστους της ελληνικής παραγωγής, ενώ δρουν ως αντικίνητρο για επίσημη εργασία.
Στον αντίποδα, το ποσοστό των άτυπων εργασιακών σχέσεων ήταν και παραμένει υψηλό.
Παράλληλα, η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης, η χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης ήταν συστηματικά χαμηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου πριν από τη δημοσιονομική κρίση, ενώ μορφές της όπως η μερική απασχόληση, καταγράφεται πως χρησιμοποιούνται εκουσίως σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες.
Το 2018 ολοκληρώθηκε ένας οκταετής κύκλος κατά τον οποίο η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε τρία διαδοχικά προγράμματα οικονομικής στήριξης και προσαρμογής.
Επιτεύχθηκε σημαντική εξισορρόπηση και προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, τόσο στο δημοσιονομικό όσο και το εξωτερικό ισοζύγιο.
Η συστηματικά βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας από την αύξηση των μισθών που καταγράφηκε πριν από την εγχώρια κρίση εξυπηρέτησης χρέους μέσα από την αύξηση του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ) αντιστράφηκε την περίοδο 2010-2018.
Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων, ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε δημιουργούν προβληματισμό και καθιστούν το επόμενο χρονικό διάστημα κρίσιμο για την πορεία που θα έχει μεσοπρόθεσμα η οικονομία.
Δύο από τους βασικούς στόχους για την Ελληνική οικονομική ανάκαμψη είναι η μείωση της ανεργίας και η άνοδος συνολικά των μισθών και κατ’επέκταση του διαθέσιμου εισοδήματος και βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Η αύξηση των μισθών συνολικά όμως θα προκύψει μέσα από τις επενδύσεις σε πάγιο αλλά και ανθρώπινο κεφάλαιο (εκπαίδευση, επανακατάρτιση), οι οποίες και θα βελτιώσουν την επί σειράς ετών αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Θεσμικό πλαίσιο για τον κατώτατο μισθό
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα μέχρι το 2012 οριζόταν από την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που προέκυπτε μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών σε εθνικό επίπεδο.
Το 2012 ο κατώτατος μισθός ορίστηκε από το κράτος νομοθετικά και θεσπίστηκε νέος μηχανισμός διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, ο οποίος εφεξής θα προκύπτει από κυβερνητική απόφαση έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, και υποβολή υπομνημάτων εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση του ύψους του στη βάση κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ως προς τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων στην Ελλάδα περιγράφει το τρέχον ύψος, τη δομή αλλά και τον μηχανισμό καθορισμού του.
Συγκεκριμένα:
Ο νόμος 4093/2012 καθόρισε το ονομαστικό επίπεδο του κατώτατου μισθού σε €586,08 (σε 14-μηνη βάση) για τους υπαλλήλους και €26,18 για τους εργατοτεχνίτες, κατά 22% χαμηλότερα σε σχέση με το προηγούμενο επίπεδο. Επίσης, μέχρι το ποσοστό ανεργίας να πέσει κάτω από 10%, «πάγωσε» τα κατώτατα επιδόματα προϋπηρεσίας («τριετίες»)1 και τα μείωσε κατά 50% για τους μακροχρόνια ανέργους άνω των 12 μηνών.
Επίσης εισήγαγε έναν υπο-κατώτατο μισθό για νέους έως 25 ετών ίσο με €510,95 για υπάλληλο και €22,83 για εργατοτεχνίτη, δηλαδή 13% χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό για εργαζόμενους ηλικίας άνω των 25 ετών. Οι μισθολογικοί όροι της ΕΓΣΣΕ δεσμεύουν πλέον μόνο τα μέλη των οργανώσεων που την υπογράφουν, ενώ ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζει το κατώτατο όριο για όλους του εργαζόμενους.
Ο νόμος 4172/2013 (άρθρο 103) εισήγαγε ένα νέο μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με αυτόν, η κυβέρνηση ορίζει το επίπεδο του κατώτατου μισθού έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και κατόπιν υποβολής υπομνημάτων αξιολόγησης από επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
Σύμφωνα με το νόμο, «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, «το ισχύον πλέον σύστημα μισθών δομείται ιεραρχικά με ελάχιστο όριο το νομοθετημένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και στη συνέχεια οργανώνεται αποκεντρωμένα με βάση τις λοιπές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές, ομοιεπαγγελματικές) που εφαρμόζονται μόνο για τους εργοδότες και εργαζόμενους των συμβαλλομένων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων εκπροσωπούμενους και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις».
Ο νόμος 4254/2014 προσδιόρισε ότι ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ορίζεται ως «μία μοναδική αξία (ποσό αναφοράς)».
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «έπειτα από διαβούλευση, […] ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας και ως τέτοιος νοείται μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς».
Έκτοτε, υπάρχει δημόσια διχογνωμία μεταξύ ενώσεων εργαζομένων και εργοδοτών ως προς την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης, για το κατά πόσο και εάν αφορά την κατάργηση των «τριετιών» ή όχι.
Για το θέμα αυτό εκκρεμεί δικαστική απόφαση, ενώ στην πράξη η σχετική αβεβαιότητα ερμηνείας επισκιάζει την εφαρμογή των σχετικών εργασιακών διατάξεων.
Διεθνείς φορείς που ασχολούνται με την παρακολούθηση εφαρμογής των εργασιακών νομοθεσιών ανά χώρα, όπως το Eurofound, θεωρούν ότι οι «τριετίες» παραμένουν σε ισχύ.
Με το νόμο 4564/2018, άρθρο 2, προσδιορίστηκε χρονικά η πρώτη εφαρμογή του νέου μηχανισμού ορισμού του νομοθετημένου κατώτατου μισθού.
Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης και κατάθεσης υπομνημάτων μεταξύ επιστημονικών φορέων και κοινωνικών εταίρων, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εξέδωσε απόφαση (Αρ. 4241/127/30-1-2019) με βάση την οποία ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11,1% ενώ καταργήθηκε ο υπο-κατώτατος μισθός για νέους έως 25 ετών, με εφαρμογή από 1/2/2019.
Συγκεκριμένα, ο νέος κατώτατος μισθός για υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης ορίστηκε στα €650, ενώ το κατώτατο ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες ορίστηκε στα €29,04. Σε 12-μηνη βάση, ο ισχύον μηνιαίος κατώτατος μισθός για υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης αντιστοιχεί €758,3.
Ανάλυση: Γιατί έγινε με… φειδώ η αύξηση του κατωτάτου μισθού!