Άμεσα και συντονισμένα μέτρα για το ελληνικό ελαιόλαδο, βασιζόμενα σε επιστημονικά δεδομένα, αρχίζοντας από τον τρόπο καλλιέργειας της ελιάς, την ελαιοποίηση του καρπού, την κατηγοριοποίηση του λαδιού, την συσκευασία κ.λ.π. πρέπει να ληφθούν από την πολιτεία προκειμένου οι προοπτικές του κλάδου να προοιωνίζονται ευοίωνες.
Γράφει η Ειρήνη Θεοφανίδου
Όπως λένε άνθρωποι του κλάδου, στην Ελλάδα το έδαφος και το κλίμα είναι ιδανικά, όμως δεν είναι από μόνα τους αρκετά για να ωθήσουν το προϊόν ακόμη υψηλότερα. Πόσο μάλλον όταν «φεύγει» ως χύμα αυτό που εμείς αποκαλούμε «υγρός χρυσός» λόγω της ποιότητάς του.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒΙΤΕΛ οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιόλαδου άγγιξαν το μεγαλύτερο ποσοστό των τελευταίων 18 ετών, στους 52.735 τόνους.
Παρά το ρεκόρ των εξαγωγών στο τυποποιημένο ελαιόλαδο, οι ποσότητες που εξακολουθούν να διατίθενται χύμα προς την Ιταλία και την Ισπανία είναι σχεδόν διπλάσιες, στις 122 χιλιάδες τόνους.
Επί της ουσίας σχεδόν το 80% των εξαγωγών ελληνικού ελαιόλαδου «ταξιδεύει» στις διεθνείς αγορές χύμα, με αποτέλεσμα η υπεραξία του να χάνεται στον τενεκέ.
Το 2020 οι ποσότητες εξαγωγών τυποποιημένου ελαιόλαδου αυξήθηκαν κατά 12,9% σε σχέση με το 2019. Φέρεται ότι η εξάπλωση της πανδημίας πριμοδότησε τα ελαιόλαδα στα διεθνείς ράφια, καθώς τόσο η κατ’ οίκον κατανάλωση όσο και η στροφή σε πιο υγιεινή διατροφή ενίσχυσαν σημαντικά τη δυναμική της κατηγορίας.
Πέρυσι, οι εξαγωγές του τυποποιημένου ελληνικού ελαιόλαδου προς χώρες της Ε.Ε. ανήλθαν σε 31.655 τόνους, αυξημένες κατά 17,7% σε σχέση με το 2019, όταν διαμορφώθηκαν σε 26.872 τόνους.
Ανοδικά, με ηπιότερο ωστόσο ρυθμό, ενισχύθηκαν και οι εξαγωγές τυποποιημένου ελληνικού ελαιόλαδου προς τρίτες χώρες, οι οποίες από 19.807 τόνους το 2019 έφτασαν σε 21.080 τόνους πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση 6,4%.
Οι περσινές αποδόσεις αποτελούν ρεκόρ, αν συνυπολογιστεί ότι αφορούν την υψηλότερη επίδοση από το 2002, όταν οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 14.851 τόνους. Σε βάθος δεκαετίας από το 2010 έως 2020 η αύξηση στις εξαχθείσες ποσότητες αγγίζει το 88,6%.
Μια σταγόνα λάδι φέρνει την άνοιξη;
Μιλώντας στην «axianews» η κυρία Νίκη Γιαβρόγλου, διευθύνουσα σύμβουλος της Ελληνικά Εκλεκτά Έλαια, αναφέρει ότι «τα οφέλη από την κατανάλωση ελαιολάδου είναι αναρίθμητα, τόσο σημαντικά και τόσο εκτενώς μελετημένα από επιστήμονες, τα οποία μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη δημόσια υγεία, σε νοσήματα τα οποία μπορούν να καταπολεμηθούν ή να προληφθούν με την καλή διατροφή ακόμη από την παιδική ηλικία».
Όπως λέει η κυρία Γιαβρόγλου, η προσωποποιημένη Ιατρική σε συνδυασμό με την εξατομικευμένη διατροφή αποτελούν «σημεία – κλειδιά» για τον τρόπο που θα διατρεφόμαστε μελλοντικά με πολύ μεγάλη ακρίβεια βασιζόμενη στα θρεπτικά συστατικά που θα χρειάζεται ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά.
Όλα αυτά απώτερο σκοπό έχουν να συνδυαστούν με τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, αλλά ακόμη και του ίδιου του περιβάλλοντος, προτρέποντάς μας να καταναλώνουμε όσο το δυνατόν φυσικά προϊόντα της ελληνικής μεσογειακής διατροφής.
Και σε όλο αυτό το οικοδόμημα το ελαιόλαδο έχει ένα πολύ σημαντικό ρόλο να παίξει.
«Όλα αυτά φαίνεται πως μας αφήνουν αδιάφορους προς το παρόν, ενώ αναλωνόμαστε σε έννοιες όπως 16κιλος τενεκές, ελαιοποίηση με σκοπό την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση αδιαφορώντας για την τελική ποιότητα…
Συνάδουν όλα αυτά με τα παραπάνω; Μπορούμε να λέμε ότι έχουμε το καλύτερο λάδι όταν το εμπορευόμαστε σε πολλές περιπτώσεις παράνομα; Παρ’ όλα αυτά είμαστε ακόμη εδώ και συζητάμε εάν πρέπει να υπάρχει ή όχι ο τενεκές, δηλαδή ένα προϊόν σε πολλές περιπτώσεις νοθευμένο ή χαμηλότερης ποιότητας και χωρίς κανένα έλεγχο.
Και δυστυχώς η πολιτεία δείχνει περίσσεια ανοχή στις πρακτικές αυτές» υπογραμμίζει η επικεφαλής της εταιρίας Ελληνικά Εκλεκτά Έλαια».
Ελλιπής ενημέρωση για το ελληνικό ελαιόλαδο
Ο καταναλωτής λόγω ελλιπούς ενημέρωσης αποζητά τα προϊόντα αυτά έχοντας σαν βασικό κριτήριο την τιμή ή την άποψη ότι πρόκειται για ένα πιο αγνό προϊόν σε σύγκριση με ένα τυποποιημένο.
Έτσι, λοιπόν,λέει η κα. Γιαβρόγλου, δεν υπάρχει κίνητρο για έναν νέο παραγωγό να επενδύσει στην ποιότητα. «Η ποιότητα θα πρέπει να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο όπου θα πρέπει να επενδύσει ο κλάδος, αλλά και η πολιτεία, με τη σειρά της, να την προστατέψει και να την εγγυηθεί.
Θα πρέπει να θεσπισθούν κανόνες και όρους που θα ισχύουν για όλους και προδιαγραφές που ισχύουν βάσει νομοθεσίας σε όλες τις χώρες.
Η ποιότητα, λοιπόν, να αποτελεί την βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί και θα αναπτυχθεί το υγιές εμπόριο. Έτσι μόνο θα μπορέσει να έρθει και η εξειδίκευση σε νέα προϊόντα, όπως η ανάπτυξη των ΠΟΠ, ΠΓΕ, Βιολογικών, ειδικών ποικιλιών και τελικά οι εξαγωγές του εθνικού μας προϊόντος.
Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι η επιστημονική γνώση αρχίζει να επικρατεί σε κάποιες περιπτώσεις κάνοντας κάποιους παραγωγούς να προσέχουν πλέον πολύ περισσότερο ώστε να φτάσουν σε ένα καλό ποιοτικό αποτέλεσμα.
Επίσης, θετικό στοιχείο είναι ότι αυτή η προσπάθεια έρχεται από νέους ανθρώπους που αποτελούν το μέλλον μας. Η προσπάθεια όμως δεν αρκεί για να επικρατήσει έναντι των μη ενδεδειγμένων πρακτικών. Χρειάζεται και ο εξορθολογισμός του κλάδου με επίσημο τρόπο».
Η Ελλάδα δεν αποσκοπεί στη μαζική παραγωγή όπως οι άλλες χώρες, αλλά μπορεί να εστιάσει σε εξειδικευμένα προϊόντα τα οποία μπορεί να προωθήσει εάν δώσει έμφαση στις ιδιότητες που αυτά έχουν.
Στην περίπτωσή μας, επιστήμη και παράδοση πάνε μαζί και έτσι πρέπει να προχωρήσει η χώρα μας.