Ετήσια αύξηση κατά 14,9% έναντι 15,3%, τον προηγούμενο μήνα σημείωσαν οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες και διαμορφώθηκαν σε 162,6 δισ. ευρώ, έναντι 161,9 δισ.ευρώ τον προηγούμενο μήνα, με την Alpha Bank να αναλύουν τους λόγους της αύξησης.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 9,9%, σε ετήσια βάση, σε 127,3 δισ.ευρώ, οι οποίες αποτελούν το 78% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και οι καταθέσεις των επιχειρήσεων (+37,4%), σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο 2020. Η μηνιαία καθαρή ροή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τον Φεβρουάριο, διαμορφώθηκε σε 741 εκατ. ευρώ και προήλθε από την αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 304 εκατ. ευρώ και των επιχειρήσεων κατά 437 εκατ.ευρώ.
Γιατί αυξάνονται οι καταθέσεις
Όπως αναφέρουν οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο Oικονομικό Δελτίο της τράπεζας, η άνοδος των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, την περίοδο Μαρτίου 2020-Φεβρουαρίου 2021, ανήλθε συνολικά σε 21,2 δισ. ευρώ (σύνολο μηνιαίων καθαρών ροών), γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αυξημένης αβεβαιότητας που υπάρχει, λόγω της πανδημίας, για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στο Οικονομικό Δελτίο που εκδίδει η τράπεζα, τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της οικονομίας, αλλά και η ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην σημαντική αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα που παρατηρήθηκε από την έναρξη της πανδημίας.
Το σύνολο των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και τις καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώθηκε, τον Φεβρουάριο, σε 171,6 δισ. ευρώ. Οι καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκαν σε 8,9 δισ.ευρώ, σημειώνοντας πτώση κατά 779 εκατ.ευρώ, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα και κατά 41,5%, σε ετήσια βάση.