Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ταξιδιωτών από όλες τις αγορές του κόσμου και ειδικά την Ευρώπη αναζητεί νέες, μοναδικές, αυθεντικές εμπειρίες. Και αποστρέφεται την πολυκοσμία και τους πολυσυζητημένους και πολυσύχναστους προορισμούς. Ετσι, το παραδοσιακό μοντέλο του καλού δωματίου και του καλού φαγητού στα ξενοδοχεία και στα καταλύματα διαμονής δεν είναι ικανό πλέον να καλύψει τα συστατικά της ζήτησης. Το προϊόν ήλιος και θάλασσα όπως έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες μεσογειακές χώρες δεν θεωρείται πλέον ολοκληρωμένο, εάν δεν συμπεριλαμβάνει τοπικές εκδρομές και δραστηριότητες σε πραγματικά ενδιαφέροντες και αυθεντικούς προορισμούς. Η μεταστροφή αυτή αποτελεί μεγάλη πρόκληση και για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, αλλά και ευκαιρία, καθώς η Ελλάδα είναι μία χώρα που μπορεί να προσφέρει, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, αυτές τις εμπειρίες.

Σύμφωνα με μελέτη της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας της Eurobank, «υφίσταται αύξηση της επιθυμίας των ανθρώπων στις χώρες μεσαίου και μεγάλου εισοδήματος να ταξιδεύουν και να αποκομίζουν εμπειρίες ως ολοένα και σημαντικότερο μέρος της προσλαμβανόμενης ποιότητας ζωής».

Αυτό προκύπτει άλλωστε και από τα τελευταία στοιχεία πανευρωπαϊκής έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού (ETC) για την ταξιδιωτική συμπεριφορά και τις προθέσεις των Ευρωπαίων, στην οποία διαπιστώνεται ότι περισσότεροι από τους μισούς (55%) ταξιδιώτες αναζητούν λιγότερο δημοφιλείς ή εκτός μόδας προορισμούς για το επόμενο ταξίδι τους. «Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την άνιση κατανομή των ταξιδιωτικών ροών σε ορισμένους προορισμούς και κατά τη διάρκεια εποχικής αιχμής», σημειώνει η ETC. «Η ανησυχία για τους “πάρα πολλούς τουρίστες” σε προτιμώμενες τοποθεσίες έχει αυξηθεί από το καλοκαίρι του 2024, παράλληλα με την αυξανόμενη έμφαση στην επιλογή λιγότερο πολυσύχναστων προορισμών, που πλέον αποτελεί προτεραιότητα για το 11% των ταξιδιωτών, αύξηση 4% σε σχέση με πέρυσι», αναφέρει χαρακτηριστικά, έχοντας επεξεργαστεί τις απαντήσεις περισσοτέρων των 6.000 και πλέον Ευρωπαίων σε χώρες-κλειδιά για τον ελληνικό τουρισμό, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες.

Σύμφωνα με τις προτιμήσεις αυτού του αρκετά αντιπροσωπευτικού δείγματος, το 55% των Ευρωπαίων σχεδιάζει να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές το 2025 σε λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς, σε σύγκριση με 48% την άνοιξη του 2025. Εν τω μεταξύ, το ενδιαφέρον για τα παραδοσιακά τουριστικά σημεία έχει μειωθεί αναλόγως, και πλέον επιλέγεται μόνον από το 45% των ερωτηθέντων.

«Η ανάγκη να κάνουμε καινούργια πράγματα και να βιώσουμε ξεχωριστές εμπειρίες αναδεικνύεται κυρίαρχη» εξηγεί μεγάλος Ελληνας ξενοδόχος που έχει εμπλουτίσει το προϊόν του με δραστηριότητες από ημερήσιες εκδρομές και ιππασία μέχρι καταδυτικό τουρισμό, extreme sports και επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους και τοπικά πανηγύρια.

Αυτού του είδους το πακέτο μπορεί όμως να έχει και πολύ μεγαλύτερη συνεισφορά στην οικονομία: για τη Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας της Eurobank, το «κλειδί» στην προσπάθεια στροφής σε ένα πιο διατηρήσιμο τουριστικό μοντέλο είναι η επιδίωξη της αύξησης της οικονομικής συνεισφοράς του κλάδου όχι μέσω αύξησης του αριθμού των αφίξεων, αλλά μέσω αύξησης της δαπάνης ανά επισκέπτη. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την παραδοχή ότι η βιωσιμότητα του τουριστικού «προϊόντος», σε κάθε προορισμό, συνδέεται με τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της παράδοσης κάθε τόπου, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση της ομορφιάς των φυσικών τοπίων. «Αυτοί οι παράγοντες εγγυώνται την αυθεντικότητα της εμπειρίας» και «αυτά δύσκολα είναι συμβατά με ένα μοντέλο μαζικού τουρισμού χαμηλής δαπάνης», σημειώνουν από τη Eurobank .

Ο Miguel Sanz, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού, υπογραμμίζει πως «τα τελευταία μας δεδομένα δείχνουν ότι, ακόμη και εν μέσω μεταβαλλόμενων οικονομικών και κοινωνικών πραγματικοτήτων, οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν συμβιβασμούς στα ταξίδια και προτιμούν όλο και περισσότερο πιο ήσυχους προορισμούς και ταξίδια εκτός των περιόδων αιχμής». «Οι προορισμοί θα πρέπει να επωφεληθούν από αυτήν την τάση προωθώντας λιγότερο πολυσύχναστες, εκτός εποχής εμπειρίες, ιδιαίτερα κατά τους μήνες αιχμής, και ενισχύοντας τις βιώσιμες προσπάθειες μάρκετινγκ που απευθύνονται στους Ευρωπαίους ταξιδιώτες», συμπληρώνει.

Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος παραμένουν, σύμφωνα με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού, οι πιο δημοφιλείς μήνες καλοκαιρινών διακοπών. «Ωστόσο, ο Σεπτέμβριος αναδεικνύεται ως ισχυρός υποψήφιος, με το 22% των Ευρωπαίων να σχεδιάζουν ταξίδια αυτόν τον μήνα. Η έντονη προτίμηση για ταξίδια στις αρχές του φθινοπώρου υποδηλώνει ότι ένα σημαντικό μερίδιο των ταξιδιωτών είναι ανοιχτό σε επιλογές εκτός αιχμής, παρακινημένο από τον ηπιότερο καιρό, τον λιγότερο κόσμο και την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής», εξηγεί η ETC.

Σε κάθε περίπτωση, τα ταξίδια παραμένουν κορυφαία προτεραιότητα για τους Ευρωπαίους, με το 77% να σχεδιάζει να πραγματοποιήσει τουλάχιστον ένα ταξίδι μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2025. Παρά τις συνεχιζόμενες οικονομικές πιέσεις, οι περισσότεροι σκοπεύουν να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τον προϋπολογισμό των διακοπών τους κατά τους επόμενους μήνες.

Διαβάστε ακόμη: