Εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας ζητούν επιφανείς προσωπικότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να σταματήσει η Γηραιά ήπειρος «να χρηματοδοτεί τον πόλεμο του Πούτιν», υποστηρίζοντας ότι τα χρήματά μας στηρίζουν το ρούβλι. Επίσης, την τελευταία εβδομάδα ακούγεται ότι η Ρωσία πλησιάζει στην χρεοκοπία. Οι δηλώσεις αυτές και πολλές ακόμη, αν και δικαιολογημένες δεδομένης της φρικαλεότητας του πολέμου, ενδέχεται να βασίζονται σε μερικές παρανοήσεις.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση που δημοσιεύεται μέσω του ιδρύματος Friedrich Ebert Stiftung, πρώτον είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το εξής: το ρούβλι εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, ενώ η κυβέρνηση αυξάνει τη φορολογία, εκδίδει ομόλογα, «τυπώνει» χρήματα. Συνεπώς, οι συναλλαγές που γίνονται με βάση το ρούβλι – όχι σε ξένα νομίσματα – δεν μπορούν να «χρεοκοπήσουν» τη Ρωσία. Η χώρα μπορεί να μην καταφέρει να αποπληρώσει τις οφειλές της (default) σε ομόλογα σε ξένα νομίσματα, αλλά αυτό είναι μία εντελώς διαφορετική ιστορία.
Επίσης, ακούμε τις τελευταίες ημέρες ότι ο πόλεμος κοστίζει Χ ποσό στον Πούτιν ή ότι η Ευρώπη μεταφέρει Χ ποσό καθημερινά στην Ρωσία αγοράζοντας ενέργεια. Αυτό, οδηγεί στην εξής εσφαλμένη άποψη: ότι πρέπει να σταματήσουμε να αγοράζουμε ενέργεια, ώστε να σταματήσουμε να χρηματοδοτούμε και τον πόλεμο. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην σχετική ανάλυση, το κόστος του πολέμου που παρουσιάζεται είναι στρατιωτικές δαπάνες σε ρούβλια, τα οποία έχουμε μετατρέψει βασει της ισοτιμίας δολαρίου ή ευρώ.
Με υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες μειώνεται η δυνατότητα για παραγωγή και κατανάλωση των Ρώσων πολιτών, μέσω ενός συνδυασμού πληθωριστικών πιέσεων και χαμηλότερου εισοδήματος μετά φόρων. Ουσιαστικά, σημαίνει ότι περισσότερα όπλα, λιγότερο βούτυρο φερειπείν. Είναι ένα αναμενόμενο ζήτημα για μία χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο. Δεν συνδέεται όμως άμεσα με το ξένο συνάλλαγμα.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η Ρωσία έχει συγκεντρώσει έναν τεράστιο όγκο αποθεματικών από παλαιότερα εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία ανέρχονται περίπου στα 630 δισ. δολάρια. Επομένως, θεμελιώδους σημασίας είναι οι κυρώσεις που επιβάλλονται στην κεντρική τράπεζα της Ρωσίας, οι οποίες προσπαθούν να δυσχεράνουν την αξιοποίηση αυτών των αποθεματικών, και όχι η ροή ξένου συναλλάγματος από τις ρωσικές εξαγωγές.
Οι υφιστάμενες κυρώσεις περιορίζουν την δυνατότητα χρηματοδότησης από εξαγωγές σε χώρες που δεν δέχονται πληρωμές σε ρούβλια. Αυτό σημαίνει πως οι καταναλωτές και οι παραγωγοί θα δυσκολευτούν πολύ να βρουν ορισμένα αγαθά από το εξωτερικό. Σε βάθος χρόνου δημιουργούνται προβλήματα για την ρωσική βιομηχανία, ενώ κατεβαίνει και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Ο ρόλος τρίτων χωρών στην οικονομία της Ρωσίας
Ωστόσο, η επίπτωση του πολέμου και των κυρώσεων στην Ρωσία και η δυνατότητα της χώρας να αντικαταστήσει τις εισαγωγές με εγχώρια παραγωγή, θα εξαρτηθεί από την προθυμία της Κίνας, της Ινδίας και ορισμένων μικρότερων χωρών να ενισχύσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Ρωσία. Προ κρίσης η Κίνα και η Λευκορωσία ήταν η πρώτη και η τρίτη αντίστοιχα μεγαλύτερη πηγή ρωσικών εισαγωγών. Οι χώρες αυτές μπορεί να επιμείνουν να πραγματοποιούν συναλλαγές σε δολάρια, αλλά εάν είναι αρκετά ευέλικτες για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, το νόμισμα δεν χρειάζεται να αποτελέσει εμπόδιο για το εμπόριο.
Αυτή τη στιγμή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογίσει κανείς τον αντίκτυπο των κυρώσεων και του πολέμου για την Ρωσία. Εξ ου και σύμφωνα με την σχετική ανάλυση στο Friedrich Ebert Stiftung, αυτή τη στιγμή οι αρμόδιοι αξιωματούχοι οφείλουν να πάρουν αποφάσεις, αξιολογώντας τις οικονομικές πραγματικότητες:
Η αγορά ενέργειας από την Δύση δεν χρηματοδοτεί τον πόλεμο του Πούτιν σε κάποιο ουσιώδες επίπεδο.
Η Ρωσία υποφέρει οικονομικά από τις κυρώσεις.
Η κυβέρνηση δεν θα χρεοκοπήσει εάν σταματήσει η εισροή ξένου νομίσματος.
Το κόστος για την Ευρώπη από ένα άμεσο εμπάργκο στις εισαγωγές ενέργειας θα είναι αξιοσημείωτο και θα απαιτεί την συνεργασία με άλλα δυσάρεστα καθεστώτα.
Επίσης, η μετάβαση σε εναλλακτικές και κυρίως σε ΑΠΕ χρειάζεται πολύ χρόνο.