«Μαχαίρι» στην κατανάλωση βασικών ειδών διατροφής έβαλαν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2023, προκειµένου να µπορέσουν να καλύψουν και άλλες βασικές ανάγκες υπό την ασφυκτική πίεση των ανατιµήσεων στο διαθέσιµο εισόδηµα. Αυτό, βεβαίως, δεν σηµαίνει ότι πλήρωσαν και λιγότερο, καθώς η µέση µηνιαία δαπάνη για τα ίδια σχεδόν είδη αυξήθηκε.

Οι ανατιµήσεις στα τρόφιµα, οι οποίες συνεχίστηκαν το 2023 για τρίτη συνεχή χρονιά, είχαν ως συνέπεια ένα µέσο νοικοκυριό να δαπανά κάτι περισσότερο από το 1/5 των µηνιαίων εξόδων του για τρόφιµα. Ακόµη πιο επώδυνες ήταν οι αυξήσεις στα είδη διατροφής για τα πλέον φτωχά νοικοκυριά, καθώς οι δαπάνες για αυτή την κατηγορία αγαθών αντιστοιχεί στο 1/3 των συνολικών δαπανών τους, όπως προκύπτει από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισµών για το έτος 2023 που δηµοσιοποίησε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Εάν προστεθούν και οι δαπάνες για στέγαση, τότε ένα µέσο νοικοκυριό αφιερώνει για τρόφιµα και στέγαση το 34,1% των δαπανών του, ποσοστό που για τα φτωχότερα νοικοκυριά φτάνει το 55,8%.

Η µέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2023, ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 τον µήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,3% (1.600,34 ευρώ) σε σχέση µε το 2022. Σε σταθερές τιµές, η µέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό µόλις 1,7% ή 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισµού, που το 2023 ήταν 3,5%. Η µέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτοµο, το 2023, ανήλθε στα 8.358,24 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11,2% (841,92 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση µε το 2022 (7.516,32 ευρώ).

Το µεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, 20,7% από 20,9% το 2022, αφορά την αγορά ειδών διατροφής. Σε απόλυτα µεγέθη αυτό σηµαίνει 348,92 ευρώ τον µήνα από 334,03 ευρώ τον µήνα το 2022, µια αύξηση δηλαδή κατά 4,5%. Αν και δαπανήσαµε για τα περισσότερα από τις βασικές κατηγορίες ειδών διατροφής περισσότερα χρήµατα σε σύγκριση µε πέρυσι, κατά 1,2% στην περίπτωση των αλεύρων-ψωµιού-δηµητριακών έως 11,9% για ελαιόλαδο, καταναλώσαµε αρκετά µικρότερες ποσότητες. Το παραπάνω δεν σηµαίνει τίποτα άλλο από το ότι πληρώσαµε περισσότερα για να αγοράσουµε λιγότερα. Ετσι, η µέση µηνιαία κατανάλωση (σε ποσότητες) υποχώρησε το 2023 κατά 13,6% σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο, κατά 12,7% στα οινοπνευµατώδη ποτά, κατά 11,8% στα ψάρια. Επίσης, καταναλώσαµε λιγότερο κατά 10,7% ρύζι, κατά 6,1% κρέας, κατά 5,3% λιγότερο αυγά και κατά 5,2% λιγότερο γάλα και ζυµαρικά. Περικοπές κάναµε ακόµη και στο ψωµί (-4,3%), στα φρούτα και τα λαχανικά (-4% και -3,4% αντιστοίχως). Επιπλέον, καταναλώσαµε λιγότερο ηλεκτρικό ρεύµα, κατά 9,2% σε σύγκριση µε το 2022, αλλά και λιγότερα καύσιµα, τόσο υγρά, όπως είναι η βενζίνη και το πετρέλαιο όσο και στερεά.

Με δεδοµένο ότι η πλειονότητα των νοικοκυριών έπρεπε να αγοράσει, δίνοντας περισσότερα χρήµατα, είδη διατροφής, αναγκαστικά έκανε περικοπές σε λιγότερο βασικά είδη. Το µεγαλύτερο πλήγµα δέχτηκε η κατηγορία των ειδών ένδυσης και υπόδησης µε τα ελληνικά νοικοκυριά να αφιερώνουν εκεί µόλις το 4,7% των συνολικών δαπανών, ποσοστό µικρότερο και από τα χρόνια της οικονοµικής κρίσης. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στη διάρκεια της περιόδου 2008-2023 αυτό είναι το µικρότερο ποσοστό που συναντάται και εµφανίζεται εκτός από το 2023 και το 2020, αλλά για λόγους που έχουν να κάνουν µε τον αναγκαστικό εγκλεισµό λόγω της πανδηµίας. Η µεγαλύτερη µείωση σε απόλυτες τιµές την περίοδο 2008-2023 και δη 54% παρατηρείται στη δαπάνη για είδη ένδυσης – υπόδησης.

Συνολικά η µέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εµφανίζεται µειωµένη κατά 20,8% σε σύγκριση µε το 2008, λίγο δηλαδή πριν από την εκδήλωση της οικονοµικής κρίσης. Τότε η µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιµές ήταν 2.120,40 ευρώ. Το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά που διαµορφώθηκε σε επίπεδα άνω των 2.000 ευρώ (2.065,11 ευρώ) για να µην ανεβεί ποτέ ξανά από τότε πάνω από αυτό το όριο. Η συνέχιση των ανατιµήσεων το 2023 είχε ως αποτέλεσµα τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Συγκεκριµένα, το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 5,72 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσµού (έναντι 5,39 φορές το 2022). Ο δείκτης µειώνεται στο 4,49 (από 4,21 το 2022) εάν ληφθεί υπόψη η τελική καταναλωτική δαπάνη (πρόκειται για την αξία σε χρήµα των αγαθών και υπηρεσιών που αγόρασε το νοικοκυριό ή έλαβε σε είδος από δική του παραγωγή, δικό του κατάστηµα κ.ο.κ. για να καλύψει τις ανάγκες του).

Εάν προστεθούν και οι δαπάνες για στέγαση, τότε ένα µέσο νοικοκυριό αφιερώνει για τρόφιµα και στέγαση το 34,1% των δαπανών του.

Διαβάστε ακόμη: