Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι πλέον η αμόλυβδη βενζίνη στην Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη στην Ευρωζώνη, μετά την Ολλανδία που έχει σταθερά τα πρωτεία λόγω υψηλής φορολογίας, αλλά και υψηλών εισοδημάτων.
Σύμφωνα με στοιχεία από το δελτίο τιμών καυσίμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκαν χθες, η τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα ήταν 1,69 ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα, ξεπερνώντας την τιμή στην Ιταλία (1,656), μια παραδοσιακά ακριβή αγορά.
Μόνο η Ολλανδία είχε ακριβότερη αμόλυβδη (1,841 ευρώ) από την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Μάλιστα, η τιμή στην Ελλάδα είναι σχεδόν 6% υψηλότερη από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη και 9,1% υψηλότερη από τον μέσο όρο στην ΕΕ των 27. Από τις αρχές του έτους, η τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα έχει κάνει… ράλι και έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 17%.
Πρατηριούχοι, όπως ο πρόεδρος της ΠΟΠΕΚ, Γ. Ασμάτογλου, επικαλούνται τη μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών του αργού για να εξηγήσουν τις ανατιμήσεις.
Πράγματι, από την αρχή του έτους ως τις αρχές Ιουλίου η τιμή του μπρεντ ανέβηκε από τα 56 στα 76 δολ., δηλαδή περίπου κατά 35%, καθώς η αποκατάσταση της λειτουργίας των οικονομιών μετά τα lockdown και οι συμφωνίες των παραγωγών για περιορισμούς στις εξαγωγές έδωσαν ώθηση στις τιμές.
Μια αύξηση στη διεθνή τιμή του αργού κατά 35% φαίνεται να δικαιολογεί αύξηση της τιμής της αμόλυβδης κατά 17%, δεδομένου ότι στη χώρα μας η τιμή αποτελείται σε ποσοστό άνω του 50% από φόρους.
Όμως, αυτοί οι υπολογισμοί δεν λένε όλοι την αλήθεια για τη διαμόρφωση των τιμών. Από τις αρχές Ιουλίου, η τιμή του μπρεντ έχει βρεθεί σε πτωτική τροχιά και σήμερα διαμορφώνεται στα 66 ευρώ, δηλαδή περίπου 13% χαμηλότερα από την ανώτατη τιμή του έτους, που καταγράφηκε στις αρχές Ιουλίου.
Θεωρητικά, αυτή η μείωση στις διεθνείς τιμές θα έπρεπε να έχει αρχίσει να περνά και στις τιμές αντλίας στην Ελλάδα, κάτι που δεν συμβαίνει.
Αντίθετα, όχι μόνο παρατηρούνται γενικά υψηλές τιμές, αλλά σε νησιωτικές περιοχές οι τιμές πλησιάζουν, αν δεν ξεπερνούν και τα 2 ευρώ το λίτρο -ο κ. Ασμάτογλου ανέφερε το παράδειγμα της Τήνου.
Οι εξελίξεις στην αγορά καυσίμων επιβεβαιώνουν και πάλι τα ευρήματα διαδοχικών ερευνών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που έχει διαπιστώσει ότι δεν λειτουργεί ικανοποιητικά ο ανταγωνισμός, ενώ υπάρχουν και ρυθμιστικές σκληρύνσεις που τον εμποδίζουν.
Η ευκολία με την οποία αυξάνονται δυναμικά οι τιμές αμέσως μόλις αυξηθούν οι διεθνείς τιμές του αργού, ενώ αργούν να καταγραφούν οι μειώσεις όταν οι διεθνείς τιμές υποχωρούν, είναι ένα κλασικό σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά.
Επιπλέον, φαίνεται ότι στην αγορά πνέει… άνεμος κερδοσκοπίας, καθώς η θερινή περίοδος χωρίς υγειονομικούς περιορισμούς και με πολλούς Έλληνες να προτιμούν τις οδικές μετακινήσεις για τις διακοπές τους, έχει αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση.
Δίνεται έτσι δυνατότητα στους συντελεστές της αγοράς καυσίμων να διατηρούν πολύ υψηλές τιμές, σε μια προσπάθεια και να καλύψουν τις απώλειες που έχουν υποστεί από τη μείωση των μετακινήσεων στη διάρκεια της πανδημίας.
Το φαινόμενο γίνεται πιο ακραίο σε κλειστές τοπικές αγορές, όπως των νησιών, όπου φαίνεται ότι οι τοπικοί πρατηριούχοι συντονίζονται για να κρατούν πολύ ψηλά τις τιμές.