Πρόκειται για ορισμένα από τα αποτελέσματα της τελευταίας Έρευνας για το Κλίμα 2021-2022 που διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 και δημοσιεύθηκε σήμερα από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Η ΕΤΕπ είναι ο χρηματοδοτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο μεγαλύτερος πολυμερής χρηματοδότης έργων για την κλιματική δράση στον κόσμο.
Καλύτερη ποιότητα ζωής παρόλο που θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη
Θα ευνοήσουν άραγε την οικονομία οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούν: το 63% δηλώνει ότι η πράσινη μετάβαση θα αποτελέσει πηγή οικονομικής ανάπτυξης (πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ – 56 %).
Το 67% των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν επίσης ότι θα βελτιωθεί η ποιότητα ζωής τους, θα αυξηθεί η άνεση στην καθημερινότητα και ότι ο αντίκτυπος στην ποιότητα των τροφίμων ή στην υγεία τους θα είναι θετικός. Επίσης, οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής έκτακτης ανάγκης θεωρείται ότι θα ευνοήσουν την αγορά εργασίας: το 57% των συμμετεχόντων θεωρούν ότι αυτές οι πολιτικές θα έχουν καθαρό θετικό αντίκτυπο στα επίπεδα απασχόλησης εντός της χώρας, δημιουργώντας περισσότερες θέσεις εργασίας από τις θέσεις που θα καταργηθούν.
Ωστόσο, σχεδόν τα δύο τρίτα (61%) αναμένουν ότι η αγοραστική τους δύναμη θα μειωθεί με την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης.
Μετανάστευση και αλλαγή δουλειάς
Σύμφωνα με τους Έλληνες συμμετέχοντες στην έρευνα, οι προκλήσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Ενώ το 29% θεωρεί ότι η κλιματική έκτακτη ανάγκη θα έχει τεθεί υπό έλεγχο έως το 2050, τα δύο τρίτα (65%) θεωρούν ότι το ζήτημα αυτό θα εξακολουθεί να είναι σημαντικό στα μέσα του αιώνα που διανύουμε.
Οι Έλληνες συμμετέχοντες δηλώνουν ότι βλέπουν την κλιματική αλλαγή ως απειλή για τον τόπο διαμονής τους. Στην ερώτηση σχετικά με τον πιο μακροπρόθεσμο αντίκτυπο της κλιματικής κρίσης, το ένα τρίτο των Ελλήνων (30%) θεωρούν ότι θα χρειαστεί να μεταναστεύσουν σε άλλη περιοχή ή χώρα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η ανησυχία σχεδόν διπλασιάζεται στα άτομα ηλικίας 20-29 ετών, καθώς η πλειονότητα (56%) των ατόμων αυτής της ηλικιακής κατηγορίας δηλώνει ότι ανησυχεί σχετικά με την πιθανότητα να χρειαστεί να μεταναστεύσει λόγω κλιματικών ζητημάτων. Οι Έλληνες, ιδίως οι νέοι, αμφιβάλλουν επίσης για τη βιωσιμότητα των θέσεων εργασίας τους: το ένα τρίτο των συμμετεχόντων ηλικίας 20-29 ετών (33%) φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους επειδή αυτή θα καταστεί ασύμβατη με τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής (10 μονάδες πάνω από τον εθνικό μέσο όρο 23%).
Προσαρμογές του τρόπου ζωής μακροπρόθεσμα
Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής οι Έλληνες έχουν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αναπροσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, οι ατομικές αλλαγές στο τρόπο ζωής που μειώνουν τις εκπομπές άνθρακα θα κερδίσουν σημαντικό έδαφος τα επόμενα 20 χρόνια. Περισσότεροι από το ένα τέταρτο των συμμετεχόντων (28%) θεωρούν ότι οι περισσότεροι δεν θα έχουν αυτοκίνητο σε 20 χρόνια και το 77% θεωρεί ότι οι περισσότεροι θα τηλεργάζονται ώστε να συμβάλουν στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Τέλος, τα δύο πέμπτα (43%) θεωρούν ότι οι περισσότεροι θα έχουν υιοθετήσει φυτική διατροφή και το 61% προβλέπει ότι θα καθιερωθεί ενεργειακή ποσόστωση για κάθε πολίτη.
Παγκόσμια σύγκριση: διαφορές ανάμεσα σε Ευρωπαίους, Βρετανούς, Αμερικανούς και Κινέζους
Συνολικά, οι Ευρωπαίοι είναι διχασμένοι σχετικά με το κατά πόσον η πράσινη μετάβαση θα αποτελέσει πηγή οικονομικής ανάπτυξης. Περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες (56%) θεωρούν ότι αυτό θα ισχύσει, άποψη που συμβαδίζει με την αντίληψη των Αμερικανών και των Βρετανών (57%), ενώ οι Κινέζοι είναι πιο αισιόδοξοι (67%). Ωστόσο, η πλειονότητα των Ευρωπαίων (61%) είναι βέβαιοι ότι η ποιότητα ζωής τους θα βελτιωθεί και ότι ο αντίκτυπος στην ποιότητα των τροφίμων ή στην υγεία τους θα είναι θετικός. Οι Ευρωπαίοι είναι λιγότερο απαισιόδοξοι συγκριτικά με τους Κινέζους (77%), τους Αμερικανούς (65%) ή τους Βρετανούς (63%).
Ο Αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ, Christian Kettel Thomsen, δήλωσε: «Οι Έλληνες βλέπουν ότι υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες στην πράσινη μετάβαση για την ποιότητα ζωής τους, καθώς και για την αγορά εργασίας. Αλλά ταυτόχρονα ανησυχούν –ιδίως οι νέοι– σχετικά με τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής και την πιθανή ανάγκη να μεταναστεύσουν. Ως η κλιματική τράπεζα της ΕΕ, είναι καθήκον μας να ακούμε αυτές τις ανησυχίες και να συνεργαζόμαστε με τους φορείς χάραξης πολιτικής και τους εταίρους σε κάθε κλάδο για να τους καθησυχάσουμε με συγκεκριμένες ενέργειες. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να συμβάλουμε στη μετάβαση σε ένα πιο οικολογικό μέλλον».