Στις 17 Ιανουαρίου του 2011 στο Sidi Bouzid, μια μικρή κωμόπολη της Τυνησίας, ένας άτυχος νέος λιανοπωλητής ο Mohammed Bouazizi αυτοκτόνησε, μετά ένα έλεγχο της Δημοτικής Αστυνομίας.
Η απελπισία για την μίζερη ζωή του έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, οδηγώντας τον στο μοιραίο.

Έτσι ένα θλιβερό γεγονός της καθημερινότητας, έγινε η αφορμή μιας εξέργεσης κατά των κυβερνώντων, πρώτα στην Τυνησία και αμέσως μετά στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, μια επανάσταση που έγινε γνωστή με το όνομα ‘’Αραβική Ανοιξη’’.

Δέκα χρόνια μετά διαπιστώνουμε δυστυχώς ελάχιστες βελτιώσεις, αλλά πολλές αρνητικές επιπτώσεις για τους εξεγερθέντες λαούς, της ‘’Αραβικής Άνοιξης’’, δηλαδή της επανάστασης κατά των καθεστώτων των Αραβικών Χωρών, στις αρχές του 2011.

Προσπαθώντας να μιμηθούν ( αντιγράψουν ) τις συνθήκες ζωής στην Δύση, οι νέοι πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ανατροπή των Ηγετών και Κυβερνήσεων των Χωρών αυτών.

Όμως δυστυχώς γι’ αυτούς το αποτέλεσμα δεν ήταν το προσδοκώμενο : η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας, η απειρία των νέων ηγετών σε δημοκρατικές συνθήκες διακυβέρνησης, τα διαφορετικά ήθη και έθιμα ( εν σχέση με τον δυτικό κόσμο ), η εκμετάλλευση της φτώχειας και δυστυχίας από το πολιτικό Ισλάμ, έφεραν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα, σχεδόν παντού και με ψυχρή ωμότητα.

Έτσι και στην Τυνησία, η άνοδος των τιμών, η πίεση της ανεργίας, καθώς και η αυξανόμενες δυσλειτουργίες των κρατικών υπηρεσιών, ενώ η πανδημία μαίνεται μεγεθύνοντας την αβεβαιότητα, έχουν φέρει σε απελπισία τους πολίτες της.

Το πρώτο εξάμηνο του 2020, η ανεργία αυξήθηκε από 15% στο 18%, ενώ ταυτόχρονα η Χώρα παρέλυσε από τις συνεχόμενες πολιτικές διάφορες, μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019.

Βυθισμένη μέσα στην υγειονομική κρίση του Covid-19, η Χώρα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μια οικονομική και πολιτική κρίση.

Ο Πρωθυπουργός Hichem Mechichi ανακοίνωσε το Σάββατο 16 Ιανουαρίου, ένα ευρύ πολίτικο μετασχηματισμό, που αφορά την αντικατάσταση 12 Υπουργών ( !!! ), για ‘’μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα’’ του κυβερνητικού έργου.

Έτσι οι αγανακτισμένοι Τυνήσιοι και κυρίως οι νέοι, βγήκαν μαζικά στους δρόμους πολλών πόλεων από το βράδυ της Πέμπτης 14 Ιανουαρίου, παρά το ισχύον lockdown από τις 14 έως τις 17 Ιανουαρίου.

Η βιαιότητα των συλλαλητηρίων ( θύμισαν αυτά του Ιανουαρίου 2011 – πετροπόλεμος, κάψιμο λαστίχων, βανδαλισμοί και κλοπές καταστημάτων ), σε δεκάδες περιοχές της Χώρας, αντιμετωπίστηκε από την αστυνομία με ρίψη δακρυγόνων και την προσαγωγή εκατοντάδων διαμαρτυρομένων.

Την Κυριακή 17 Ιανουαρίου ( τρίτο βράδυ ταραχών ) προσήχθησαν 632 άτομα, σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις της αστυνομίας.

Στις πόλεις Bizerte, Sousse, Kasserine και Siliana, όπου οι διαμαρτυρίες ήταν πιο βίαιες, κινητοποιήθηκε ο Στρατός, για την ‘’προστασία των δημοσίων κτιρίων’’ σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας.

Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι οι κινητοποιήσεις και οι εξ’ αυτών προξενηθείσες συγκρούσεις, δεν έχουν συγκεκριμένα αίτια, αφού καμία οργάνωση ή φυσικό πρόσωπο, δεν εξέφρασε κάποια διεκδίκηση ( ούτε καν οι συνήθως ‘’εκμεταλλευτές’’ τέτοιων ταραχών ισλαμιστές ).

Δέκα χρόνια μετά την ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος του Ben Ali, η νεολαία ξαναβγήκε στους δρόμους, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα.

Οι διεκδικήσεις ελευθερίας του 2011, υλοποιήθηκαν μέχρι ένα βαθμό:
Ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές, νέο Σύνταγμα ως βάση της Δημοκρατίας, καθώς και κάποια σχετική πρόοδος σε ότι αφορά τις ατομικές ελευθερίες.

Όμως οι άλλες διεκδικήσεις των αγανακτισμένων τότε Τυνήσιων, που αφορούν την καθημερινότητα των ανθρώπων ‘’ ψωμί – εργασία – εθνική αξιοπρέπεια’’, παρέμειναν ως είχαν και οι άμοιροι δεν βλέπουν κάποια αχτίδα φωτός στην άκρη του τούνελ, για να μπορούν να ελπίζουν.

 

Γράφει ο Νίκος Μπάρδης, πρώην Διευθ. VEOLIA, πρώην Διευθ. Συμβούλου ΕΥΔΑΠ