Η παγκόσμια οικονομία έχει υποστεί τη βαθύτερη ύφεση των τελευταίων 74 ετών, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης που προκάλεσε η εξάπλωση της νόσου του κορωνοϊού. Αυτή η ύφεση, όπως επισημαίνει στην τελευταία της ανάλυση η Alpha Bank, είναι άνευ προηγουμένου σε γεωγραφική έκταση, διακόπτοντας προσωρινά όχι μόνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά κυρίως την ταξιδιωτική κίνηση, με αποτέλεσμα να επιφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών.

Του Σπύρου Σταθάκη

Παρότι η πανδημία θα παραμείνει μία απειλή σε όλη τη διάρκεια του 2021, η επανέναρξη των οικονομιών, σε συνδυασμό με τη λήψη γενναιόδωρων μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης αλλά και τη διαθεσιμότητα των εμβολίων προσδοκάται να απελευθερώσουν, σταδιακά, ένα νέο κύμα δαπανών για ταξίδια και υπηρεσίες, ικανό να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς. Ωστόσο, στην παρούσα χρονική συγκυρία, η προσδοκία της οικονομικής ανάκαμψης συνοδεύεται από πολλαπλές αβεβαιότητες, καθιστώντας απολύτως αναγκαία την επεκτατική νομισματική πολιτική.

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η απρόβλεπτη εξέλιξη της υγειονομικής κρίσης και των συνακόλουθων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, σε βαθμό να παραμένει άγνωστη ακόμη και η διάρκεια που μπορεί να έχει ένας πιθανός εγκλεισμός για το 2021 δημιουργούν ένα ρευστό τοπίο που δεν επιτρέπει ασφαλείς προβλέψεις για το νέο οικονομικό έτος. Σε αυτό το περιβάλλον η οικονομική πολιτική διέπεται όχι μόνο από σημαντικές αβεβαιότητες, αλλά και από κινδύνους.

Ωστόσο, υπάρχει και μια ιδιαιτερότητα. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η κρίση χρέους, η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, καθώς και η τρέχουσα οικονομική κρίση εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, έχουν αναδείξει τα όρια του σημερινού υποδείγματος ανάπτυξης της χώρας μας και την ανάγκη μετασχηματισμού του. Η επιτυχία του μετασχηματισμού θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες: Πρώτον, από τη ρεαλιστική ανάγνωση των βασικών χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων της σημερινής αναπτυξιακής ταυτότητας της οικονομίας. Δεύτερον, από τους στόχους που αφορούν το ποιο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης θέλουμε να έχει η χώρα μελλοντικά.

Από τη μεριά της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), επανειλημμένα έχει τονίσει ότι, η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση.

Ημιτελής η οικονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών

Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφερθεί εκτενώς σε μια μελέτη για λογαριασμό του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σχετικά με την αποτελεσματικότητα των τριών μνημονίων. Το συμπέρασμα της μελέτης αυτής ήταν ότι, αν και η δημοσιονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με σχετική επιτυχία, κάποιες χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες εξακολουθούν να ταλαιπωρούν την ελληνική οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζονται τα σημαντικά επιτεύγματα, από την αρχή της κρίσης, την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως:

Τα κύρια αίτια της κρίσης, δηλαδή τα πολύ μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (της γενικής κυβέρνησης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) εξαλείφθηκαν. Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε ήταν άνευ προηγουμένου μετατρέποντας ένα πρωτογενές έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ το 2009 σε πρωτογενές πλεόνασμα 4,4% του ΑΕΠ το 2018. Επίσης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από την αρχή της κρίσης.

Η ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας έχει αποκατασταθεί, λιγότερο όμως σε όρους τιμών και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εφαρμόστηκε ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Συνολικά, κατά τη χρονική διάρκεια εφαρμογής των τριών προγραμμάτων, εγκρίθηκαν από την Ελληνική Βουλή 15 μεγάλες μεταρρυθμιστικές δέσμες στην Υγεία, την Κοινωνική Ασφάλιση, την Αγορά Εργασίας, την Κοινωνική Πρόνοια (με την εισαγωγή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος), τη Φορολογική Διοίκηση και Πολιτική, και το Χρηματοπιστωτικό Τομέα. Η φορολογική διοίκηση έχει βελτιωθεί, ενώ έχουν ψηφιστεί σημαντικοί νόμοι που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και περιορίζουν τις δημοσιονομικές του επιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Υπήρξε σημαντική αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Σήμερα, μόνο 4 συστημικές τράπεζες ελέγχουν πάνω από το 95% της αγοράς, καθώς υπήρξε συγχώνευση και εκκαθάριση μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ο ρόλος της ΤτΕ ήταν καθοριστικός στην αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, στη βελτίωση της εταιρικής τους διακυβέρνησης και στην παροχή ρευστότητας στην οικονομία. Το τραπεζικό σύστημα ενισχύθηκε με ικανοποιητικά κεφάλαια, παρέμεινε όμως με έναν πολύ μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ως αποτέλεσμα όλων των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης και της προσπάθειας των επιχειρήσεων να αντισταθμίσουν τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης με εξαγωγές σε νέες αγορές, η ελληνική οικονομία έγινε περισσότερο εξωστρεφής και άρχισε να ισορροπεί περισσότερο προς εξαγωγικούς τομείς και τομείς εμπορεύσιμων προϊόντων. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 19% του ΑΕΠ το 2009 στο 39% του ΑΕΠ το 2018. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν σε πραγματικούς όρους κατά 64% σε σχέση με το 2009, υπερβαίνοντας τη μέση αύξηση στην Ευρωζώνη.

Με άλλα λόγια, τα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξάλειψη των σημαντικότερων μακροοικονομικών ανισορροπιών, στην εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στην ευελιξία των αγορών προϊόντων και εργασίας, και στην εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι τα τρία μνημόνια, έδωσαν προτεραιότητα περισσότερο στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων και λιγότερο στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν το δυνητικό προϊόν της οικονομίας. Και αν προκύπτει ένα δίδαγμα, αυτό είναι ότι η δημοσιονομική πειθαρχία, αν και αναγκαία, δεν είναι από μόνη της ικανή για την έξοδο από την κρίση. Πρέπει να συνδυάζεται με διαρθρωτικές και αναπτυξιακές πολιτικές και την προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Επίμονες διαρθρωτικές αδυναμίες

Το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού λοιπόν, βρήκε την ελληνική οικονομία σε μια διαδικασία αργής ανάκαμψης από την υπερδεκαετή κρίση, και χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου των προηγούμενων δεκαετιών, το οποίο βασιζόταν στην κατανάλωση, και όχι στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις. Ειδικότερα, την περίοδο 2000-2007 οι μακροοικονομικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (αρκετά πάνω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ), σχετικά σταθερό πληθωρισμό και σταδιακά μειούμενο ποσοστό ανεργίας.

Η οικονομική μεγέθυνση στηρίχθηκε στην ταχεία πιστωτική επέκταση και στο χαμηλό κόστος δανεισμού μετά την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) το 2001.Αν και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής άνθησης, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το θεσμικό χάσμα έναντι της ζώνης του ευρώ δεν περιορίστηκε. Έτσι, η Ελλάδα συνέχισε να υστερεί σημαντικά έναντι των εταίρων της στη ζώνη του ευρώ σε διάφορους δείκτες διακυβέρνησης και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

Επιπλέον, το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον της περιόδου δεν αξιοποιήθηκε όπως θα έπρεπε προκειμένου να εξορθολογιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες, να βελτιωθεί η φορολογική διοίκηση, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να περιοριστεί το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η απότομη επιδείνωση του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα την διετία 2008-2009 σε συνδυασμό με την τότε παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την συνακόλουθη υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και την εκτόξευση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, οδήγησαν στον αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρήματος. Και κάπου εκεί η επίπλαστη οικονομική ευδαιμονία έλαβε απότομα τέλος!

Ας δούμε όμως κάποια από τα ιδιαίτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, που εξακολουθούν και σήμερα να ταλαιπωρούν την ελληνική οικονομία, όπως περιγράφονται στην τελική έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Κατ’ αρχήν, οι ευνοϊκές συνθήκες της περιόδου 2001-2007 δεν αξιοποιήθηκαν έτσι ώστε να βελτιωθεί το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας, ενώ η αυξημένη ρευστότητα μέσα και από αύξηση του δανεισμού τόσο του ιδιωτικού όσο και κυριότερα του δημόσιου τομέα χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης και απορρόφηση πόρων σε μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας, σε αντιδιαστολή με την τόνωση των παραγωγικών επενδύσεων και των εξαγωγών.

Τα προβλήματα παραμένουν

Η πρόσκαιρη φύση της ταχείας μεγέθυνσης του ΑΕΠ την περίοδο πριν το 2009 αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτή η μεγέθυνση δεν οδήγησε σε συσσώρευση εθνικού πλούτου. Ειδικότερα, η αξία των πάγιων στοιχείων που διαθέτει η χώρα (κατοικίες, λοιπές κατασκευές, εξοπλισμός, καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι και προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας) αυξήθηκε από €545 δισ. το 2000 σε €674 δισ. (σε τιμές του 2015). Την ίδια περίοδο, ωστόσο, το ισοζύγιο των χρηματοοικονομικών στοιχείων της χώρας με το εξωτερικό επιδεινώθηκε σημαντικά, από -€71 δισ. σε -€231 δισ., καθώς αυξήθηκαν ραγδαία οι υποχρεώσεις της χώρας ως προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Το αποτέλεσμα ήταν ο εθνικός πλούτος (σε όρους αθροίσματος των καθαρών χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα) υποχώρησε από €473 δισ. το 2000 σε €444 δισ. το 2009 (σε σταθερές τιμές του 2015). Έκτοτε, ενώ παρατηρείται σχετική σταθεροποίηση στα καθαρά χρηματοοικονομικά στοιχεία της χώρας (-262 δισ. το 2017), μειώνεται σημαντικά η αξία των πάγιων περιουσιακών στοιχείων (€553 δισ. το 2017 ή μείωση κατά 20,5% από το 2009). Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται σημαντική μείωση του εθνικού πλούτου της χώρας την περίοδο 2009-2017, κατά 36,3% (σε €292 δισ. σε τιμές του 2015).

Από κει και πέρα, η κατανομή των παραγωγικών συντελεστών στην ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται διαχρονικά από αναποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ με βάση τον βαθμό διανεμητικής αποτελεσματικότητας σε επίπεδο χώρας. Η δέσμευση πόρων σε αναποτελεσματικές παραγωγικές διαδικασίες έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα στο σύνολο της οικονομίας τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας και χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007.

Επιπλέον, ιδιαίτερα χαμηλές είναι οι επιδόσεις της χώρας σε όρους καινοτομίας. Η Ελλάδα υστερεί στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας, με επίδοση ίση με το 75% του μέσου όρου στην ΕΕ. Η μεγαλύτερη υστέρηση ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες του δείκτη καταγράφεται στις δαπάνες για επενδύσεις τύπου venture capital (16,0% του μ.ό. της Ε.Ε.), στα άυλα περιουσιακά στοιχεία (36% του μ.ό. της Ε.Ε.) και στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στον επιχειρηματικό τομέα (39,3% του μ.ό. της Ε.Ε.) Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στη μεταποίηση στην Ελλάδα απασχολείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας, έναντι 37,5% στην Ε.Ε. Οι παραπάνω κατηγορίες φανερώνουν το μεγάλο περιθώριο βελτίωσης που υπάρχει, ειδικά εάν δημιουργηθούν συνέργειες με καλύτερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου επιδόσεις που ήδη καταγράφονται σε αντίστοιχους δείκτες, όπως το ποσοστό του πληθυσμού με ανώτατη εκπαίδευση και ο βαθμός καινοτομίας στις επιχειρήσεις.

Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα έχει μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων. Το 48,5% των εργαζομένων της μη χρηματοπιστωτικής επιχειρηματικής οικονομίας (non-financial business economy) της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό, ενώ το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, με βάση στοιχεία για το 2019, ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Και στους δυο δείκτες, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία. Το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις σχετίζεται με την χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα σχετίζεται θετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων.

Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση. Το πρόβλημα οξύνεται στην Ελλάδα από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, παράγονται €21,1 χιλ. ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, στις μικρές επιχειρήσεις η παραγωγικότητα περιορίζεται σε €7,9 χιλ. ανά εργαζόμενο. Έτσι, ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα η χώρα κατέχει την πέμπτη χαμηλότερη θέση σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, στις μικρές επιχειρήσεις η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία.

Επίσης, οι πάγιες εταιρικές επενδύσεις υπολείπονταν του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια όλης της τελευταίας δεκαετίας (Διάγραμμα 1.10). Το κενό παγίων επενδύσεων στην Ελλάδα, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μ.ό. της Ε.Ε., την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μ.ό. σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ, σωρευτικά περί τα €130 δισ. Το 2019 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. σε πάγιες επενδύσεις, με μόλις 11,4% του ΑΕΠ, σε σχέση με 21,3% μ.ό. στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, η εγχώρια αποταμίευση, η οποία δημιουργεί απαραίτητο χώρο για επενδύσεις έφθινε κατά τη διάρκεια της κρίσης και ουσιαστικά εκλείπει από το 2013, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση τα τελευταία χρόνια. Η αρνητική αποταμίευση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς τα νοικοκυριά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους για να καλύψουν βασικές καταναλωτικές και δανειακές τους ανάγκες. Το αποταμιευτικό κενό των ελληνικών νοικοκυριών, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μ.ό. Ε.Ε. την περίοδο 2010-2018 κυμάνθηκε σε 11% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σωρευτικά περί τα €125 δισ.

Μεταξύ των αδυναμιών του οικονομικού υποδείγματος μεγέθυνσης την προ-κρίσης περίοδο αποτελούσαν οι συστηματικά χαμηλοί ρυθμοί των παραγωγικών επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο που προέρχονται από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευαστικών και της οικοδομής ανέρχονταν κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2009 μόλις στο 6,9% του ετήσιου ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με μέσο αντίστοιχο ποσοστό 11,9% στην Ε.Ε. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση χρέους, το 2009, η Ελλάδα κατέγραφε το χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 5,9% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 11%. Παρά τη μικρή ανάκαμψη των εταιρικών επενδύσεων την περίοδο 2016-2019, το επίπεδό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2019 (5,4%) παρέμενε το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

Μάθετε περισσότερα για τις δημοσιονομικές προκλήσεις που μας περιμένουν το 2021

https://radar.gr/article/57698/oi-dimosionomikes-prokliseis-poy-mas-perimenoyn-to-2021