Οι επιπτώσεις της πανδημίας εξακολουθούν να καθορίζουν τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι ο κορωνοϊός, εκτός από τις πολύ σοβαρές υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στο σύνολο του πληθυσμού και κυρίως στις πλέον ευάλωτες ομάδες, ανέκοψε και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει δειλά-δειλά το 2017.
Έτσι, η ύφεση που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2020 (-7,9%) αποδίδεται κυρίως στην αρνητική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, ενώ αρνητικά κινήθηκαν και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Η αναστολή δραστηριότητας ή υπολειτουργία επιχειρήσεων λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας επέδρασαν αρνητικά ιδίως στον τουριστικό τομέα. Όπως σημειώνει και στην πρόσφατη έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, (ΓΠΒ), η κάμψη του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο στο -11,7% (σε ετήσια βάση), που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ, αποτελεί τη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης, ο πληθωρισμός παραμένει σε αρνητικό έδαφος (-2,0% τον Οκτώβριο) και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε τα 8,6 δις ευρώ το εννεάμηνο (από 90 εκατ. ευρώ πέρυσι). Η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι επίσης ανησυχητική, παρότι λιγότερο δραματική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου, η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 2,5% σε ετήσια βάση, όμως η ανεργία παραμένει σχεδόν αμετάβλητη στο 16,8%, αφενός λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού κατά 2,8% και αφετέρου λόγω των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας.
Έλλειμμα κοντά στα 7 δισ.
 Σύμφωνα με το ΓΠΒ, η δημοσιονομική εικόνα είναι εξίσου προβληματική καθώς την περίοδο Ιανουαρίου Σεπτεμβρίου καταγράφεται πρωτογενές έλλειμμα κοντά στα 7 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε επιδείνωση κατά 10,8 δισ. σε σχέση με πέρυσι. Αυτό ωστόσο δεν δείχνει να επηρεάζει τις αποδόσεις των τίτλων του ελληνικού δημοσίου που παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλές, καθώς συνεχίζουν να στηρίζονται από την εξαιρετικά διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θετική εξέλιξη ήταν η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s.
Η έξαρση της πανδημίας και τα νέα περιοριστικά μέτρα (lockdown) που τέθηκαν σε ισχύ από τις αρχές Νοεμβρίου προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία έχουν επιδεινώσει περαιτέρω τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2021, οι προβλέψεις για την έκταση της ύφεσης έχουν αναθεωρηθεί προς το χειρότερο ενώ το ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο εξαιτίας των πρόσθετων μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Σε κάθε περίπτωση, και σύμφωνα πάντα με το ΓΠΒ, οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν βραχυχρόνια διαχειρίσιμες, λόγω των ειδικών συνθηκών που επέβαλαν τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Πώς εξελίχθηκε το ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο
 Στη δική της ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. η Alpha Bank σημειώνει ότι, η πανδημική κρίση στην Ελλάδα έγινε αισθητή, κυρίως, ως μία διαταραχή της εξωτερικής ζήτησης. Επιπλέον, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησε σε σημαντική άμβλυνση των επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης.
Πιο συγκεκριμένα, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας, τον Μάιο και τον Ιούνιο, η οικονομική δραστηριότητα, σταδιακά, έτεινε, κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, προς μία «ατελή κανονικότητα», με έναν ασύμμετρο τρόπο μεταξύ των κλάδων δραστηριότητας. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στην αύξηση του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου κατά 2,3% σε τριμηνιαία, εποχικά διορθωμένη βάση, έναντι αντίστοιχης μείωσης κατά 14,1% στο δεύτερο τρίμηνο. Από κει και πέρα, η πτώση του ΑΕΠ, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, διαμορφώθηκε στο 11,7%, ελαφρώς μικρότερη συγκριτικά με τη συρρίκνωση του δευτέρου τριμήνου σε ετήσια βάση (14,2%) που ήταν αποτέλεσμα του καθολικού lockdown.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η μεγάλη υποχώρηση, σε ετήσια βάση, κατά το τρίτο τρίμηνο, αντικατοπτρίζει την άνευ προηγουμένου πτώση των τουριστικών εισπράξεων άνω του 70%, σε ετήσια βάση, σε αυτό το χρονικό διάστημα. Το επιχείρημα της ισχυρής εξάρτησης της οικονομίας από τον τουρισμό ενισχύεται, περαιτέρω, από δύο διαρθρωτικά χαρακτηριστικά:
(α) τη σημαντική, άμεση συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ (περίπου 7%, το 2019) αλλά και τη συνολική συνεισφορά (συμπεριλαμβανομένης της έμμεσης και της επαγόμενης), η οποία βάσει υπολογισμών του World Travel and Tourism Organization αντιπροσώπευε άνω του 20% του ΑΕΠ, το 2019,
(β) το εποχικό πρότυπο του ελληνικού τουρισμού, αφού ο μεγαλύτερος όγκος των τουριστικών εισπράξεων συγκεντρώνεται στο τρίτο τρίμηνο (59%, κατά μέσο όρο, την τριετία 2017-2019). Τρίτον, η επίδραση της πανδημίας στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών αντανακλάται στο γεγονός ότι ο κύριος παράγοντας της πτώσης του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο, σε ετήσια βάση, ήταν η κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%.
Πάντως, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%, σε ετήσια βάση, έναντι πτώσης κατά 12% και 2,7%, αντίστοιχα, στο δεύτερο τρίμηνο, εξέλιξη που οφείλεται στη στήριξη των εισοδημάτων μέσω των έκτακτων, δημοσιονομικών μέτρων, καθώς και της υποστηρικτικής πιστωτικής πολιτικής. Τέλος, οι επενδύσεις μειώθηκαν οριακά, κατά 0,3%, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ενώ συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων, αυξήθηκαν κατά 31,5%.
Η συνεισφορά των επενδύσεων
Ως αποτέλεσμα, η συνεισφορά των επενδύσεων στη μεταβολή του ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου ήταν σχεδόν μηδενική, ενώ η θετική συμβολή των αποθεμάτων (συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών διαφορών) αντίστοιχα, διαμορφώθηκε σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι αξιοσημείωτο ότι -εν μέσω πανδημίας- οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό αυξήθηκαν κατά 6,3% και οι επενδύσεις σε κατοικίες κατά 32,3%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξάλλου έχουν και τα συμπεράσματα της ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), σύμφωνα με την οποία, οι εξαγωγές υπηρεσιών με εποχική προσαρμογή μειώθηκαν κατά 39,2% σε τριμηνιαία βάση το 3ο τρίμηνο, ενώ τα αντίστοιχα στοιχεία χωρίς εποχική προσαρμογή αυξήθηκαν κατά 55,7% το ίδιο τρίμηνο. Αυτή η συρρίκνωση είναι αναπάντεχη, δεδομένου ότι κατά το 2ο τρίμηνο οι δραστηριότητες παροχής καταλύματος είχαν ανασταλεί πλήρως, ενώ οι διεθνείς μεταφορές είχαν επίσης διακοπεί, με το σταδιακό άνοιγμά τους να ξεκινάει στα μέσα Ιουνίου και να ολοκληρώνεται στα μέσα Ιουλίου του 2020.
 
Κάμψη στην κατανάλωση
Επίσης η ΕΤΕ σημειώνει ότι, τα στοιχεία του ΑΕΠ τόσο από το σκέλος της δαπάνης όσο και των εισοδημάτων δείχνουν ότι τα 12,0 δισ. ευρώ υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων και μέτρων ρευστότητας, που ενεργοποιήθηκαν το 2ο και 3ο τρίμηνο και σε μεγάλο ποσοστό προσανατολίστηκαν σε στήριξη της κοινωνικής συνοχής και της απασχόλησης, πέτυχαν το στόχο τους, περιορίζοντας των αντίκτυπο της πανδημίας. Ως εκ τούτου, η ιδιωτική κατανάλωση επέδειξε αξιοσημείωτη ανάκαμψη. Τα δημοσιονομικά μέτρα έδωσαν ώθηση άνω των 6 ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ του 3ου τριμήνου απορροφώντας το μεγαλύτερο τμήμα του πλήγματος στην αγορά εργασίας. Αντιθέτως, τα κέρδη των επιχειρήσεων συνέχισαν να μειώνονται με γρήγορο ρυθμό (-12,5% ετησίως και -0,6% σε τριμηνιαία βάση) το 3ο τρίμηνο, κατόπιν μείωσης κατά 13,7% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2020 (16 δισ. ευρώ χαμηλότερα από πέρυσι).