Οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι οι συντάκτες του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ( δηλ. βασικά τα στελέχη του ΥΠΟΙΚ), γνωρίζουν σε βάθος τα ιδιαίτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, καθώς η περιγραφή των αδυναμιών του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας, είναι εύστοχη και άκρως αναλυτική.
Καταρχήν, ένα μεγάλο ζήτημα είναι η περιβόητη πια πραγματική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ε.Ε., ένας “ευσεβής πόθος” από την ένταξη της χώρας μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που απλά παρέμεινε άπιαστος στόχος. Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο, την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αποκλίνει από την υπόλοιπη ΕΕ σε πραγματικούς οικονομικούς όρους. Σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2007 η Ελλάδα υπολειπόταν των μ.ο. της ΕΕ και της ευρωζώνης κατά 11,8% και 23,4% αντίστοιχα, ενώ το 2019 οι αποκλίσεις αυτές ανήλθαν σε 36,6% και 43,2%. Η θέση της χώρας επιδεινώθηκε, από την 14η θέση μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ που κατείχε το 2007 στην 18η το 2019.
Πέραν όμως της τελευταίας δεκαετίας, από το 1981 έως το 2019, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 0,9%, ενώ το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ακόμη πιο αργούς ρυθμούς – περίπου 0,6% ετησίως κατά μέσο όρο.
Την ίδια στιγμή η χαμηλή ανάπτυξη συμβαδίζει με οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες: το 2018 και το 2019, η Ελλάδα είχε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ3. Η έλλειψη ισχυρής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης υπονομεύει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Η σύγκλιση με την ΕΕ και στις τρεις περιοχές απαιτεί επιτάχυνση της αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερή βάση.
Άλλο σημαντικό ζήτημα είναι οι επενδύσεις και οι πηγές χρηματοδότησής τους. Το ΥΠΟΙΚ παραδέχεται ότι, ο πρώτος ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι το δομικά χαμηλό ποσοστό των παραγωγικών επενδύσεων που επιδεινώθηκε από το επενδυτικό κενό που κληρονόμησε η ελληνική οικονομία από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Μεταξύ 2010 και 2019, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολειπόταν σταθερά του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας – μετρούμενο ως απόκλιση από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ – ήταν κατά μέσο όρο περίπου 9% του ΑΕΠ ετησίως, ή 162 δις. ευρώ αθροιστικά. Αυτό σημαίνει, ότι αν η Ελλάδα εμφάνιζε τους ίδιους ρυθμούς επενδύσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη, θα είχαν πραγματοποιηθεί σωρευτικά περισσότερες επενδύσεις ύψους 162 δις ευρώ την τελευταία δεκαετία, όσο σχεδόν το τρέχον ΑΕΠ της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας, την ευημερία των πολιτών και την κοινωνική συνοχή.