Το θερμόμετρο της εμπορικής έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα ανέβηκε κατακόρυφα μετά την επιβολή δασμών 145% στις κινεζικές εισαγωγές από τον Λευκό Οίκο. Η απόφαση αυτή λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, με άμεσες συνέπειες τόσο στην κινεζική βιομηχανία όσο και στις τσέπες των Αμερικανών καταναλωτών.
Από την πλευρά τους, οι κινεζικές εξαγωγικές επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά σε μια ριζική αναδιοργάνωση: διακόπτουν αποστολές, αναστέλλουν συμβόλαια και επαναπροσδιορίζουν τη στρατηγική τους. Παράλληλα, το Πεκίνο ανταποδίδει, με δικούς του δασμούς έως 125%, ενώ παράλληλα αναζητά εναλλακτικούς εμπορικούς εταίρους για να αντισταθμίσει τις απώλειες από την αμερικανική αγορά.
Επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και στη βιομηχανική αλυσίδα
Οι οικονομολόγοι προβλέπουν πως η νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να συρρικνώσει τις κινεζικές εξαγωγές προς την Αμερική κατά 80% μέσα στην επόμενη διετία. Σύμφωνα με την Capital Economics, αυτή η κάμψη, σε συνδυασμό με τη γενικότερη παγκόσμια επιβράδυνση, έχει ήδη οδηγήσει την Goldman Sachs να μειώσει την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της Κίνας στο 4% για το 2025.
Αν και το εμπόριο με τις ΗΠΑ αντιστοιχεί σε μόλις 3% του κινεζικού ΑΕΠ, οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι σημαντικές, καθώς 10-20 εκατομμύρια εργαζόμενοι εξαρτώνται από αυτό το κομμάτι της οικονομίας.
Το Πεκίνο εντείνει τις προσπάθειες για αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, ενισχύοντας επιδοτήσεις για αγορά οικιακών συσκευών. Ωστόσο, οι Κινέζοι καταναλωτές δείχνουν απρόθυμοι να αυξήσουν τις δαπάνες τους, με τον αποπληθωρισμό να ενισχύει το κλίμα ανασφάλειας.
Σύμφωνα με αναλυτές, η Κίνα ίσως στραφεί και πάλι σε στρατηγικές όπως η επιδότηση ζημιογόνων επιχειρήσεων ή η εκτροπή προϊόντων σε τρίτες αγορές, τακτικές που όμως ενδέχεται να επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική της ισορροπία.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν (ακόμα) να απεξαρτηθούν
Παρά τη στροφή των ΗΠΑ στην πολιτική «επανεκβιομηχάνισης», η αμερικανική αγορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από κινεζικά προϊόντα. Περισσότερο από το ένα τρίτο των αμερικανικών εισαγωγών από την Κίνα δεν μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα, καθώς οι Κινέζοι διαθέτουν μοναδική τεχνογνωσία και υποδομές, ειδικά σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας και ηλεκτρονικών ειδών.
Η Ford και η Tesla έχουν καταθέσει αιτήματα εξαίρεσης από τους νέους δασμούς, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχουν ισοδύναμες λύσεις εντός ΗΠΑ για κρίσιμα εξαρτήματα. Παράλληλα, οι αμερικανικές εταιρείες προσπαθούν να διαφοροποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού τους — κυρίως προς το Μεξικό και το Βιετνάμ, που εμφανίζουν αυξημένες εξαγωγές τα τελευταία χρόνια.
Η Κίνα, από την άλλη, έχει στρέψει το ενδιαφέρον της προς τη Νοτιοανατολική Ασία, που έχει πλέον αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο, ξεπερνώντας ακόμα και τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο πως ο Σι Τζινπίνγκ σχεδιάζει περιοδεία σε Βιετνάμ, Καμπότζη και Μαλαισία — χώρες-κλειδιά στη νέα του εμπορική στρατηγική.
Οικονομικός ρεαλισμός ή γεωπολιτικό ρίσκο;
Παρά τη σκληρή ρητορική, πολλοί αναλυτές βλέπουν ένα ενδεχόμενο backtracking και επαναδιαπραγμάτευσης μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Οι πιέσεις προς συμφωνία αυξάνονται, καθώς καμία πλευρά δεν μπορεί να αντέξει μακροπρόθεσμη αποσύνδεση.
Ο Γκάρι Ντβόρτσακ, CEO της Blueshirt Group, θεωρεί πως το ενδεχόμενο μιας νέας συμφωνίας δεν είναι μακριά. Η οικονομική λογική επιβάλλει έναν συμβιβασμό: το «διαζύγιο» μπορεί να ακούγεται αποφασιστικό, αλλά η υλοποίησή του είναι ασύμφορη και επώδυνη και για τις δύο υπερδυνάμεις.
Το μόνο βέβαιο; Η γεωπολιτική σκακιέρα αλλάζει και η κάθε κίνηση έχει πλέον πολλαπλές οικονομικές προεκτάσεις. Οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν αν οι δασμοί είναι μέσο πίεσης ή πρόλογος σε μια βαθύτερη εμπορική κρίση.