Τις προηγούμενες ημέρες, στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον η Ελλάδα αποτέλεσε ένα από τα όχι και πολλά παραδείγματα οικονομιών με θετικό αποτύπωμα και προοπτική. Σε ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από τα πρώτα χρόνια της περασμένης δεκαετίας, όταν το «ελληνικό» ήταν από μόνο του αυτοτελές θέμα ολόκληρων συνεδριάσεων των διεθνών πολιτικών και οικονομικών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ, -όπου μάλιστα υπήρχε και ειδικό άτυπο όργανο για την Ελλάδα, το περίφημο Washington Group-, οι Ευρωπαϊκές Σύνοδοι Κορυφής, το Eurogroup και η Κομισιόν, απασχολώντας αμέτρητες ώρες όσους συμμετείχαν και αποφασίζοντας για τη χώρα μας, πολλές φορές μάλιστα και ερήμην.
Σήμερα η χώρα μας αντιμετωπίζεται ως ανερχόμενος ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, με την οικονομία της να υπεραποδίδει σταθερά τα 3 τελευταία χρόνια έναντι των υπολοίπων στην Ευρωζώνη, με εξασφαλισμένη τη βιωσιμότητα του χρέους της και έχοντας ξεπεράσει πολλές από τις παθογένειες του παρελθόντος που την ταλάνιζαν επί δεκαετίες σημαδεύοντας αρνητικά την πορεία της.
Παθογένειες στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας, των θεσμών, που οδήγησαν μέσα από σειρά λανθασμένων επιλογών στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, με επίκεντρο το έλλειμμα και το χρέος. Και, πριν από 14 χρόνια ακριβώς, σαν σήμερα, την υποχρέωσαν προ του κινδύνου άμεσης και πλήρους χρεοκοπίας, καθώς οι αγορές μετά από ένα μπαράζ αλλεπάλληλων υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης «έκλειναν», να ζητήσει «χέρι βοήθειας» από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, υπό την εγγύηση όμως συμμετοχής και επιτόπου παρουσίας του ΔΝΤ. Η επίσημη πρώτη άμεση συμμετοχή του ΔΝΤ σε πρόγραμμα διάσωσης για χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προσφυγή
Ήταν 23 Απριλίου του 2010, σαν σήμερα, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανήγγειλε από το Καστελόριζο την ελληνική προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης που μόλις είχε συγκροτηθεί από την ΕΕ. Ήταν η αρχή μόνο μιας περιπέτειας για τη χώρα, την οικονομία, τις επιχειρήσεις, την κοινωνία, τους πολίτες.
Οι εξελίξεις έτρεξαν πολύ γρήγορα στη συνέχεια. Στις 2 Μαΐου ανακοινώθηκε το πρώτο μεγάλο πακέτο μέτρων του μνημονίου, ύψους 20 δισ. ευρώ, για το 2010 και 10 δισ. για τα επόμενα χρόνια. Στις 6 του μήνα ψηφίστηκε από τη Βουλή το μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση με την ΕΕ και το ΔΝΤ για τα μέτρα που θα λαμβάνονταν, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός στήριξης.
Με το πρώτο μνημόνιο καταργήθηκαν οριστικά ο 13ος και 14ος μισθός στο δημόσιο και η 13η και 14η σύνταξη. Ο υψηλός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε στο 23%, αυξήθηκε 10% και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης σε ποτά, τσιγάρα, καύσιμα, μειώθηκε ο κατώτατος μισθός και αυξήθηκαν τα όρια απολύσεων και συνταξιοδότησης των γυναικών στα 65 χρόνια. Πρώτη γεύση μιας σειράς σκληρών μέτρων που κορυφώθηκαν το 2015 με το τρίτο μνημόνιο. Απαραίτητη διόρθωση πορείας κατά πολλούς για να αποφευχθεί η πρόσκρουση στα βράχια, αλλά με βιαιότητα, οριζόντια και χωρίς προστασία των αδύναμων.
Στις 8 Μαΐου, υπογράφηκε η δανειακή σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και κρατών – μελών της Ε.Ε. για δάνειο 80 δισ. ευρώ. Και στις 10 Μαΐου η αντίστοιχη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και ΔΝΤ για δάνειο 30 δισ. Σύνολο 110 δισ. Ποσά ασύλληπτα για τα δεδομένα της εποχής, καθώς ξεπερνούσαν κατά πολύ την οικονομική στήριξη που είχε ποτέ δοθεί σε χώρα παγκοσμίως, τόσο σε σχέση με το ΑΕΠ (48%) όσο και ως απόλυτο μέγεθος. Βέβαια, το ύψος των δανείων αντανακλούσε το δυσθεώρητο ύψος των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας. Από αυτά, τελικά η χώρα έλαβε ως χρηματοδοτική συνδρομή συνολικό ποσό 52,9 δισ. ευρώ διακρατικών δανείων και από το ΔΝΤ 20 δισ. περίπου.
Υπό τον φόβο της διάχυσης της κρίσης και των ζημιών που θα υφίσταντο οι τράπεζες στον πυρήνα της Ευρωζώνης, η συμφωνία εκείνη δεν περιλάμβανε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αν και το ΔΝΤ είχε πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό αποφασίστηκε το επόμενο καλοκαίρι και θα υλοποιούνταν τελικά δυο χρόνια αργότερα.
Οι βαριές συνέπειες
Η χώρα πέρασε από 3 μνημόνια, με το τρίτο παντελώς αδικαιολόγητο, που άλλαξαν πολλά. Η οικονομία μπήκε σε καθεστώς συνεχούς και ασφυκτικού ελέγχου από την τρόικα των δανειστών. Κάθε εκτροπή από τους στόχους του προγράμματος σήμαινε νέο κόστος σε πρόσθετα μέτρα για αν αποκατασταθεί η ισορροπία. Η χώρα υποχρεώθηκε να βρει τελικά έναν σαφώς ορθότερο και νοικοκυρεμένο δημοσιονομικό βηματισμό, όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Η ύφεση “γονάτισε” ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 25%, χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν, η ανεργία εκτινάχτηκε στις αρχές του 2014 στο 27,8% με μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων να αναζητεί διέξοδο στο εξωτερικό και η χώρα να χάνει πολλά από τα καλύτερα μυαλά της.
Παρά την αναβλητικότητα και ατολμία των δανειστών για ριζικές αποφάσεις, όπως το κούρεμα του χρέους είτε οι εμμονικές τιμωρητικές λογικές κάποιων είτε λάθη στο μείγμα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και για τα οποία έχουν ήδη γίνει πολλές και επίσημες ακόμη παραδοχές και πέρα από τις δεδομένες ευθύνες του ελληνικού πολιτικού συστήματος καθώς και την δυσκολία και αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας να αποδεχθεί απαιτητικές προσαρμογές που περιείχαν τα προγράμματα, η χώρα ξεκίνησε έστω και με ολέθριες και αχρείαστες καθυστερήσεις, -βλέπε τρίτο μνημόνιο του 2015-, τον μακρύ δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα.
Με δειλά βήματα στην αρχή και με την επιφυλακτική αντιμετώπιση από τις αγορές παρά το επίσημο τέλος του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του 2018.
Η ρητή δέσμευση της επόμενης κυβέρνησης όμως, υπό τον Κυρ, Μητσοτάκη πάνω σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με προσανατολισμό υπέρ της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων, παράλληλα με την αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων άνοιξαν και κυρίως θωράκισαν από τους κινδύνους το δρόμο της προόδου. Με τον ανοδικό ρυθμό να καταγράφεται αδιάλειπτα σχεδόν στις εκθέσεις των θεσμών και των οίκων αξιολόγησης και να τιμολογείται από την ευνοϊκή συμπεριφορά των αγορών απέναντι στα ελληνικά ομόλογα, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις.
Από «μαύρο πρόβατο» παράδειγμα προς μίμηση
Έχοντας προ πολλού πάψει πια να αποτελεί «μαύρο πρόβατο» στο διεθνή οικονομικό χάρτη, η χώρα ανέκτησε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα μετά από 14 χρόνια, δανείζεται φθηνά από τις αγορές και πλέον χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για το πώς οι οικονομίες κατορθώνουν την μεγάλη επιστροφή, κατορθώνοντας να υπερκεράσει και τις επιπτώσεις των διεθνών κρίσεων που ακολούθησαν την έξοδό της από τη μνημονιακή περίοδο, την πανδημική, την πληθωριστική, την επιτοκιακή. Όχι μόνο άντεξε τους νέους κλυδωνισμούς, αλλά εξακολούθησε να κινείται με αυξημένους ρυθμούς μεγέθυνσης έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου και παρά τους ισχυρούς κινδύνους που εγκυμονούν για την παγκόσμια οικονομία οι σύγχρονες γεωπολιτικές εντάσεις σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή.
Τα εύσημα για την ελληνική οικονομία από ηγέτες, διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς οίκους αξιολόγησης και επενδυτικές τράπεζες, αναλυτές, ΜΜΕ περισσεύουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αστερίσκοι και κίνδυνοι που καραδοκούν, απειλώντας να εκτρέψουν την πορεία. Αμείωτη μεταρρυθμιστική δυναμική, απαράβατη δημοσιονομική σταθερότητα, παραγωγική αναδιάρθρωση και διαμόρφωση του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας με αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της συνθέτουν το σημερινό της αφήγημα ικανού να θωρακίσει και να επιταχύνει αυτή την πορεία.
Το έδαφος που χάθηκε με την ξαφνική οπισθοδρόμηση και τη “βουτιά” στο κενό που σηματοδότησε το διάγγελμα στο Καστελόριζο έχει εν πολλοίς ανακτηθεί, όμως πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν καθώς ο πλούτος της χώρας και των Ελλήνων εξακολουθεί να υπολείπεται της προ των μνημονίων περιόδου. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τα 968,6 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2009, η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε στα 749,8 δισ. στο 2ο τρίμηνο του 2023, βεβαίως πολύ υψηλότερα του χαμηλού των 687,2 δισ. το 2ο τρίμηνο του 2016, που σηματοδοτούσε μείωση 29% μέσα σε 7 χρόνια, αλλά και που δείχνει το “πεδίο δόξης λαμπρό” που υπάρχει μπροστά.