Στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από BB-, προχώρησε σήμερα η Standard & Poor’s, κάνοντας την έκπληξη.

Παράλληλα, προβλέπει ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος κατά 4,9% μετά την περσινή ύφεση, αναμένοντας περαιτέρω επιτάχυνση από το 2022 στο 5,8%.

Οπως αναφέρει η Standard & Poor’s, η κυβέρνηση επωφελείται από σημαντικά δημοσιονομικά “μαξιλάρια”, ενώ η οικονομία θα δεχτεί πρόσθετη ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αναμένει επίσης ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική εξυγίανση, παγιώνοντας την πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους υπό όρους ΑΕΠ.

Όπως τονίζει ο οίκος αξιολόγησης, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλέον ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές, με ρυθμούς που αναμένεται να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την επόμενη τριετία.

Επιπρόσθετα, γίνεται ειδική μνεία στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και στις –καθοριστικής σημασίας– δημοσιονομικές παρεμβάσεις στις οποίες προέβη η ελληνική κυβέρνηση, συγκρατώντας την ύφεση και προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την παραγωγική βάση της χώρας.

Παράλληλα, στην έκθεσή του, ο οίκος υπογραμμίζει την ευνοϊκή διάρθρωση του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, το ασφαλές ύψος των ταμειακών διαθεσίμων και την εν γένει αντιστάθμιση των διαφόρων κινδύνων η οποία έχει επιτευχθεί, περιορίζοντας έτσι ενδεχόμενες μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις για την ελληνική οικονομία.

Αναμένεται ταχεία ανάκαμψη

Όπως αναφέρει ο οίκος, η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την προσδοκία για ταχεία βελτίωση της οικονομικής και δημοσιονομικής απόδοσης της Ελλάδας, καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις από την πανδημία υποχωρούν. Προσθέτει ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση θα επιτρέψει τη συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. “Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυαμό με την αναμενόμενη έλευση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, θα οδηγήσουν σε καλύτερες οικονομικές επιδόσεις”, επισημαίνεται.

Η S&P’s αναφέρει ότι το 2020 η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και οι προσπάθειες στήριξης της οικονομίας ενισχύθηκαν από τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Όπως τονίζει, η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε ουσιαστικά την πρόσβαση της χώρας στις αγορές συμπεριλαμβάνοντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της πανδημίας (PEPP) και ως εγγύηση για τις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ.

Ο οίκος σημειώνει ότι η δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ κινείται σε δύο άξονες:

Πρώτον, μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου πρόκειται να διανεμηθούν σχεδόν 40 δισ. ευρώ (22,7% του ΑΕΠ του 2019) στις ελληνικές αρχές κατά την περίοδο 2021-2027.

Δεύτερον, μέσω του Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (18,2% του ΑΕΠ του 2019), εκ των οποίων τα 19,4 δισ. ευρώ (11,0% του ΑΕΠ του 2019) θα είναι σε επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 12,6 δισ. ευρώ σε δάνεια.

Σύμφωνα με τον οίκο, τα κεφάλαια αυτά, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να προχωρήσει σε περαιτέρω διαρθρωτικές κινήσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση του μεγάλου επενδυτικού κενού, που είναι αποτέλεσμα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής που απαιτείται από την Ελλάδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Η S&P’s σημειώνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει την προβλεψιμότητα χάραξης πολιτικής, γεγονός που είναι καλό για τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας μετά την υποχώρηση των επιπτώσεων της πανδημίας.

Προσθέτει ότι παρά την ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία το 2020, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης, χάρη:

– στις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις πριν από την πανδημία

– στη διατήρηση σημαντικά αποθεμάτων ρευστότητας του προϋπολογισμού, και

– στην ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους.

Όπως εξηγεί, όσον αφορά τη λήξη και το μέσο κόστος εξυπηρέτησης, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους μεταξύ των χωρών που παρακολουθεί ο οίκος.

Μετά από μια άνοδο του χρέους το 2020, ο οίκος προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους ως προς το ΑΕΠ θα μειωθούν, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ρυθμούς ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας και από τη δημοσιονομική εξυγίανση,

Ωστόσο, ο οίκος αναγνωρίζει ότι αρνητικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της χώρας αποτελούν το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος και η πρόκληση διοχέτευσης κεφαλαίων στην οικονομία, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα.

Παρά το μεγάλο μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, ο οίκος εκτιμά ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους κυμαινόταν κατά μέσο όρο περίπου στο 1,3% στα τέλη του 2020, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειονότητα των χωρών με αξιολόγηση “BB”.

Η οικονομία 

Μετά τη συρρίκνωση του 8,2% του ΑΕΠ το 2020, η S&P’s αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 4,9% το 2021.

Όπως σημειώνει η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό ανάκαμψης παραμένη, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα αλλά και τους κύριους εμπορικούς εταίρους της χώρας, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόσθετα περιοριστικά μέτρα. Αυτό, τονίζει, θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω την ανάκαμψη στον τομέα των υπηρεσιών (-44% το 2020) και ειδικότερα τον τουρισμό.

Σημειώνει ωστόσο, ότι ο τουρισμός παραμένει παράγοντας προστιθέμενης αξίας για τη χώρα και πηγή απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, ακόμη και αν η ανάκαμψη του τομέα καθυστερήσει.

Την επόμενη τριετία, ο οίκος εκτιμά ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Εκτιμά ότι οι οικονομικές επιδόσεις φέτος θα τροφοδοτηθούν κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές, παρότι δεν βλέπει τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να επιστρέφουν στα επίπεδα του 2019 πριν το 2024-2025.

Τονίζει, όμως, ότι τα φορολογικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος για άτομα με χαμηλό εισόδημα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή καθυστερούμενων φόρων, θα συνεχίζουν να στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Στο εγγύς μέλλον, εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει με στοχευμένα φορολογικά μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και για τη θωράκιση των βιώσιμων επιχειρήσεων και των εργαζομένων από ένα προσωρινό αλλά σοβαρό σοκ ρευστότητας, έως ότου η ανάκαμψη επιταχυνθεί.

Προσθέτει ότι το PEPP της ΕΚΤ θα συνεχίσει να απορροφά τα οικονομικά σοκ που οφείλονται στην κρίση COVID-19, και στην Ελλάδα.

Ο οίκος πιστεύει ότι επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, από όπου η Ελλάδα θα λάβει επιχορηγήσεις ύψους 19,4 δισ. ευρώ έως το 2026 και είναι επιλέξιμη για δάνεια έως 12,6 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διαθέσιμα δάνεια μέσω του ταμείου SURE για τη στήριξη της απασχόλησης ή από την πιστωτική γραμμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).

Ως αποτέλεσμα, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να βελτιωθεί το 2021, παράλληλα με την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ). Προσθέτει επίσης ότι η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων επιβραδύνθηκε πέρυσι λόγω της πανδημίας, αλλά η κυβέρνηση την επιταχύνει εκ νέου φέτος.

Ο οίκος επισημαίνει, ωστόσο, ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει λιγότερο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον από τους ανταγωνιστές της, αλλά προσθέτει ότι η κυβέρνηση μειώνει τη γραφειοκρατία (ειδικά για να επιταχύνει τις επενδύσεις) και προωθεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.

Όπως τονίζει, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα οδηγήσουν πιθανώς σε αύξηση της παραγωγικότητας, θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Προσθέτει άλλωστε ότι τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα λειτουργήσουν ως καταλύτης για αυτού του είδους της μεταρρυθμίσεις.

Κατά τη άποψη του οίκου, ένα από τα κλειδιά για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι η πτώση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, καθώς θα ενίσχυε τη χορήγηση δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, αφού όπως τονίζει χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαιο κίνησης, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις -ο μεγαλύτερος εργοδότης της οικονομίας- αντιμετωπίζουν κινδύνους.

Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ότι η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη δημιουργία bad bank είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και θα μπορούσε να προχωρήσει το 2021. Ταυτόχρονα, τονίζει ότι η κυβέρνηση προωθεί τον “Ηρακλή II”, για να επιταχυνθεί η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών.

Οι τράπεζες

Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος τονίζει ότι έχουν καταγράψει πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, που διαμορφώθηκαν στα 58,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 από περίπου 68 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019  και 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016.

Προσθέτει ότι η κυβέρνηση έχει θεσπίσει το πρόγραμμα “Ηρακλής”, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για τιτλοποιήσεις NPEs ανώτερης εξασφάλισης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος. Ο οίκος πιστεύει ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη.

Σημειώνει ακόμη ότι οι προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της κυβέρνησης για δύο ακόμα προγράμματα διευκόλυνσης των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Εφόσον οι τρέχουσες συναλλαγές ολοκληρωθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό, εκτιμάται πως ο δείκτης NPE σε όλο το σύστημα θα υποχωρήσει κάτω από το 20% έως τα τέλη του 2022. Ο οίκος προβλέπει ότι η συνεχιζόμενη πανδημία θα αυξήσει τον αριθμό των προβληματικών δανείων.

Οι επόμενες αξιολογήσεις

Σημειώνεται ότι η S&P’s είναι ο τρίτος οίκος που αξιολογεί την Ελλάδα μέχρι στιγμής φέτος, μετά τη Fitch (επιβεβαίωσε το “BB”, με σταθερές προοπτικές) τον Ιανουάριο και την DBRS (επιβεβαίωσε το “BB low”, με σταθερές προοπτικές), που τήρησαν στάση αναμονής, με δεδομένη την παράταση της πανδημίας για όλο το πρώτο τρίμηνο του χρόνου και εξ αυτού τη συνέχιση εφαρμογής μέτρων για στήριξη της οικονομίας, τα οποία από 7,5 δισ. ευρώ στην αρχή του χρόνου εκτιμάται πλέον ότι θα φτάσουν κοντά στα 14 δισ. ευρώ.

Τη “σκυτάλη” των οίκων θα πάρει μετά την S&P η Moody’s, η οποία έχει προγραμματίσει την πρώτη αξιολόγησή της για φέτος στις 21 Μαΐου.

Ο δεύτερος γύρος των “ραντεβού” της Ελλάδας με τους οίκους για το τρέχον έτος ξεκινά στις 16 Ιουλίου με τη Fitch και ακολουθούν στις 17 Σεπτεμβρίου η DBRS, στις 22 Οκτωβρίου η S&P και τη χρονιά κλείνει η Moody’s, στις 19 Νοεμβρίου.

«Είναι η δεύτερη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, το αξιόχρεο της χώρας» δήλωσε σχετικά ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.

Όπως τονίζεται από τον οίκο αξιολόγησης, «η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλέον αναπτυξιακές προοπτικές, με ρυθμούς που αναμένεται να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την επόμενη τριετία».

Δείτε όλες τις  τελευταίες Ειδήσεις  από την  Ελλάδα  και τον  Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο  Radar.gr.