Η ρήτρα αναπροσαρμογής προβλέπεται από το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο και έχει ενσωματωθεί στον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας εδώ και σχεδόν μία δεκαετία, όπως συμβαίνει στα κυμαινόμενα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό επισημαίνει το υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας σε ανακοίνωση-απάντηση προς τις σημερινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα μετά την επίσκεψη του στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας.
«Ο κ. Τσίπρας επιμένει να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να στρέφεται στο ψέμα και την παραπλάνηση για να ξεπεράσει τα πολιτικά του αδιέξοδα. Σήμερα, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, επιδόθηκε σε ρεσιτάλ ξεδιάντροπου λαϊκισμού και υποσχέθηκε την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής που εφαρμόζεται από το 2013 και δεν κατήργησε επί της δικής του διακυβέρνησης. Το πόσο κόστισαν και κοστίζουν στους Έλληνες τα ανεύθυνα λόγια του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε όλους γνωστό», αναφέρει το υπουργείο και προσθέτει:
Οι διακοπές ρεύματος
«Στο ρεσιτάλ ψευδολογίας του μάλιστα, παραλείπει συστηματικά να αναφερθεί στη λιανική τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές στην Ελλάδα, η οποία τον Μάρτιο ήταν χαμηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά 8% μετά τις επιδοτήσεις της κυβέρνησης. Ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Πορτογαλία, χώρες στις οποίες αναφέρεται διαρκώς η αξιωματική αντιπολίτευση, η μέση λιανική τιμή ήταν κατά 62% και κατά 4% αντίστοιχα ακριβότερη σε σχέση με την Ελλάδα τον περασμένο μήνα.
Τον Απρίλιο, με τις κρατικές επιδοτήσεις απορροφάται η αύξηση στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού των νοικοκυριών σε ποσοστό άνω του 80%. Το ίδιο ισχύει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με παροχή ισχύος έως 35 kVA και για όλα τα αρτοποιεία ανεξαρτήτως ισχύος παροχής. Οι επιχειρήσεις αυτές, που ανέρχονται σε 1.240.000, επιδοτούνται για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης με 230 ευρώ/MWh.
Σε ό,τι αφορά τις διακοπές ηλεκτροδότησης, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι επί δικής του διακυβέρνησης ο αριθμός των καταναλωτών στους οποίους διεκόπη η παροχή ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το 2017, οι διακοπές λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών ανήλθαν σε 233.092 και το 2018 σε 220.314. Αντίστοιχα, το 2020 μειώθηκαν σε 186.887 και το 2021 σε 168.471».