Η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα χρησιμοποιεί στις παραγωγικές της διαδικασίες κυρίως ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και λιγότερο πετρελαιοειδή, ενώ συγχρόνως είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου για μη ενεργειακή χρήση.

Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ σε σχετική μελέτη, ως αποτέλεσμα η τρέχουσα ενεργειακή κρίση την επηρεάζει σημαντικά, τόσο άμεσα μέσω των δαπανών ενέργειας όσο και έμμεσα μέσω των δαπανών για την αγορά πρώτων χημικών υλών. Η πρωτοφανής άνοδος των τιμών φυσικού αέριου και ηλεκτρικής ενέργειας από το δεύτερο μισό του 2021 έχει μετακυλιθεί στα τιμολόγια προμήθειας ενέργειας δημιουργώντας σημαντικές πιέσεις στις επιχειρήσεις του κλάδου.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, εφόσον οι τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου παραμείνουν κατά μέσο όρο το 2022 στα επίπεδα του Ιανουαρίου 2022 (98,3 ευρώ/MWh), οι τελικές τιμές (χωρίς ΦΠΑ) του φυσικού αερίου για τις επιχειρήσεις με ετήσιες καταναλώσεις από 100 TJ έως 1000 TJ εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 106 ευρώ/MWh, δηλαδή θα είναι αυξημένες κατά 163% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 450% σε σύγκριση με το 2020. Η παροχή επιδότησης προς τις επιχειρήσεις, της τάξης των 30 ευρώ/MWh περιορίζει την τελική τιμή στα 75 ευρώ/MWh, απορροφώντας μόνο ένα μικρό μέρος της αύξησης.

Οι τιμές χονδρικής

Αντίστοιχα, αν οι τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας παραμείνουν κατά μέσο όρο το 2022 στα επίπεδα του διμήνου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2022 (241,9 ευρώ/MWh), οι τελικές τιμές (χωρίς ΦΠΑ) ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις με ετήσιες καταναλώσεις από 20 GWh έως 70 GWh, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 259 ευρώ/MWh, δηλαδή θα είναι αυξημένες κατά 73,6% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 220% σε σύγκριση με το 2020.

Η παροχή επιδότησης προς τις επιχειρήσεις, της τάξης των 65 ευρώ/MWh περιορίζει την τελική τιμή στα 189 ευρώ/MWh, απορροφώντας μόνο ένα μικρό μέρος της αύξησης. Οι επιμέρους τομείς με μεγάλη άμεση συμμετοχή του κόστους ενέργειας στο συνολικό κόστος εισροών, όπως οι τομείς παραγωγής λοιπών ανόργανων χημικών, βιομηχανικών αερίων, χρωστικών υλών, πετροχημικών και συνθετικών ινών, εκτιμάται ότι έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία.

Εμμέσως όμως επηρεάζονται σημαντικά και οι τομείς παραγωγής λιπασμάτων, πλαστικών, φυτοπροστατευτικών προϊόντων, χρωμάτων, βοηθητικών χημικών για τη βιομηχανία και καταναλωτικών χημικών, λόγω των αυξήσεων στο κόστος προμήθειας χημικών πρώτων υλών, οι οποίες συνδέονται στενά με το υψηλό ενεργειακό κόστος.

Συνολικά για τη χημική βιομηχανία εκτιμάται ότι η αύξηση του κόστους ενέργειας, χωρίς να συνυπολογίζεται η επίπτωσή του στο κόστος των πρώτων υλών, προκαλεί αύξηση των τιμών κατά 5,6% αν οι τιμές δεν επιδοτούνταν και κατά 2,5% στην περίπτωση της επιδότησης των τιμών. Ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο θα επηρεαστεί η ζήτηση, εκτιμάται ότι χωρίς την επιδότηση των τιμών ενέργειας η συνολική παραγωγή χημικών προϊόντων το 2022 θα είναι χαμηλότερη κατά -1,7% έως -5,6% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.

Η επιδότηση των τιμών ενέργειας περιορίζει την επίπτωση στο κόστος και συνεπώς στο επίπεδο της παραγωγής, το οποίο εκτιμάται χαμηλότερο κατά 0,8% έως 2,5% σε σύγκριση με το 2021. Από τις εκτιμήσεις για την επίπτωση στην παραγωγή των επιμέρους τομέων της χημικής βιομηχανίας είναι εμφανές ότι η επίπτωση είναι μεγαλύτερη στους τομείς όπου οι δαπάνες ενέργειας έχουν υψηλότερη συμμετοχή στο κόστος παραγωγής. Οι απώλειες στην παραγωγή από την εγχώρια χημική βιομηχανία θα έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, οι οποίες απορρέουν από τη διασύνδεση του κλάδου με τους υπόλοιπους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.

Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι στην περίπτωση μη εφαρμογής των επιδοτήσεων, και ανάλογα με την αντίδραση της ζήτησης, η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από €42 εκατ. έως €140 εκατ., ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 702 έως 2.339 θέσεις εργασίας. Με την παροχή επιδότησης στις τιμές ενέργειας οι επιπτώσεις μετριάζονται στα €19 εκατ. έως €63 εκατ. και στις 316 έως 1.054 θέσεις εργασίας. Σε ένα πιο δυσμενές, αλλά ρεαλιστικό με βάση τα δεδομένα, σενάριο, στο οποίο η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία προκαλέσει ακόμη και διακοπή της τροφοδοσίας φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, οι τιμές ενέργειας αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

Ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο θα επηρεαστεί η ζήτηση, εκτιμάται ότι χωρίς την επιδότηση των τιμών ενέργειας η συνολική παραγωγή χημικών προϊόντων το 2022 θα είναι χαμηλότερη κατά -3,4% έως – 11,2% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Η επιδότηση των τιμών ενέργειας (ή άλλη ισοδύναμη παρέμβαση) περιορίζει την επίπτωση στο κόστος και συνεπώς στο επίπεδο της παραγωγής, το οποίο εκτιμάται χαμηλότερο κατά 1,7% έως 5,6% σε σύγκριση με το 2021. Η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από €83 εκατ. έως €278 εκατ., ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 1.397 έως 4.658 θέσεις εργασίας.

Με την παροχή επιδότησης στις τιμές ενέργειας οι επιπτώσεις μετριάζονται στα €42 εκατ. έως €138 εκατ. και στις 694 έως 2.315 θέσεις εργασίας, χωρίς όμως να συνεκτιμάται το υψηλότερο δημοσιονομικό κόστος από τις αυξημένες επιδοτήσεις των τιμών ενέργειας. Η αύξηση των τιμών ενέργειας επηρεάζει εμμέσως, αλλά σημαντικά, τις τιμές των χημικών ουσιών που προμηθεύεται ως πρώτες ύλες ή διανέμει η εγχώρια χημική βιομηχανία.

Η εικόνα των επιπτώσεων στις τιμές είναι διαφορετική σε αυτή την περίπτωση καθώς από την αύξηση του κόστους των χημικών πρώτων υλών επηρεάζεται σημαντικά περισσότερο ο τομέας των λιπασμάτων με αυξήσεις κόστους και τιμών που ξεπερνούν το 100%. Σημαντική επίπτωση (32,8%) εκτιμάται και για τα πλαστικά, ενώ επίπτωση της τάξης του 10% έως 14% στο κόστος παραγωγής και στις τιμές έχουν οι τομείς πετροχημικών, λοιπών ανόργανων χημικών, συνθετικών ινών και βοηθητικών χημικών για τη βιομηχανία. Πιο μικρή, από 3,2% έως 6,9%, είναι η έμμεση επίπτωση των τιμών ενέργειας στους υπόλοιπους τομείς (βιομηχανικά αέρια, χρωστικές ύλες, φυτοπροστατευτικά, χρώματα και καταναλωτικά χημικά). Στο πιο δυσμενές σενάριο, στο οποίο υποθέτουμε ότι οι ήδη καταγεγραμμένες αυξήσεις στις τιμές διευρύνονται κατά 50%, η επίπτωση αυξάνεται ακόμα περισσότερο για τα λιπάσματα και τα πλαστικά, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες παρουσιάζει μικρότερες μεταβολές.

Η επίπτωση στο ΑΕΠ

Ανάλογα με την αντίδραση της ζήτησης, η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από €125 εκατ. έως €351 εκατ., ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 2.102 έως 5.882 θέσεις εργασίας. Επιπλέον, στο πιο δυσμενές σενάριο οι επιπτώσεις εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες, κυμαινόμενες από €169,4 εκατ. έως €465.5 εκατ. και από 2.838 έως 7.799 θέσεις εργασίας. Από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, η χημική βιομηχανία μπορεί να έχει συνολικές πρόσθετες απώλειες στην παραγωγή που θα κυμαίνονται από 5% έως 14%, με τους τομείς των λιπασμάτων και των πλαστικών να εκτιμάται ότι θα δεχτούν τις μεγαλύτερες πιέσεις.

Στο πιο δυσμενές σενάριο οι πρόσθετες απώλειες για τη χημική βιομηχανία εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες και θα κυμαίνονται από 6,8% έως 18,7%. Συνολικά, η προοπτική ισχυρής πίεσης στη δραστηριότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων του κλάδου θα έχει συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητά τους να υλοποιήσουν επενδύσεις και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της δεκαετίας που διανύουμε.

Είναι επομένως απαραίτητο βραχυπρόθεσμα για τη χημική βιομηχανία να περιοριστούν οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους στην οικονομία και να διασφαλιστεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και μεσοπρόθεσμα να εξασφαλιστεί η προσφορά ενέργειας σε προσιτές τιμές, χωρίς έκθεση σε διακυμάνσεις τιμών που δεν μπορούν να ελεγχθούν.