Η αξία των αντικαταθλιπτικών τίθεται σε αμφισβήτηση διότι η κατάθλιψη δεν συνδέεται με μία χημική ανισορροπία.
Η θέση αυτή υποστηρίχθηκε πρόσφατα από Βρετανίδα ψυχίατρο και έχει δημιουργήσει πολεμική η οποία απηχεί τις δυσκολίες που υπάρχουν στην κατανόηση της ασθένειας αυτής.
«Η μελέτη μας (…) θέτει σε αμφισβήτηση την βασική ιδέα που βρίσκεται πίσω από την χρήση των αντικαταθλιπτικών», δήλωναν στο τέλος του Ιουλίου οι ψυχίατροι Joanna Moncrieff και Mark Horowitz στην ιστοσελίδα The Conversation, παρουσιάζοντας την δουλειά τους που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Molecular Psychiatry.
Τι υποστηρίζει η μελέτη για την κατάθλιψη και τη σεροτονίνη
Η μελέτη αμφισβητεί την υπόθεση εργασίας που συνιστά η σεροτονίνη. Η υπόθεση αυτή θέλει την κατάθλιψη να σχετίζεται με την έλλειψη της σεροτονίνης, του νευροδιαβιβαστή που συμμετέχει στην μετάδοση των συναισθημάτων στον εγκέφαλο.
Η μελέτη, που βασίζεται στο απάνθισμα προηγούμενων δημοσιεύσεων και είναι εκ προοιμίου περισσότερο αξιόπιστη από μία απομονωμένη μελέτη, φθάνει στο συμπέρασμα ότι δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει ανάμεσα στην έλλειψη σεροτονίνης και την παρουσία κατάθλιψης σε ένα άτομο.
Για τους συντάκτες της, πρόκειται για μία εις βάθος αμφισβήτηση μίας υπόθεσης εργασίας που έχει χρησιμεύσει επί δεκαετίες ως πλαίσιο πληθώρας ερευνών. Τα περισσότερα από τα σύγχρονα αντικαταθλιπτικά έχουν δημιουργηθεί για να επεμβαίνουν στα επίπεδα της σεροτονίνης.
Έντονες οι αντιδράσεις
Πολλές επικρίσεις διατυπώθηκαν κατά της μελέτης αυτής και ακόμη περισσότερες κατά της παρουσίασής της από την Joanna Moncrieff, μία ψυχίατρο που είναι γνωστή για την σκεπτικιστική της στάση απέναντι στις βιολογικές ερμηνείες της κατάθλιψης, καθώς και για τις ριζοσπαστικές της θέσεις κατά της φαρμακοβιομηχανίας.
«Αν και επιφανείς ψυχίατροι αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την σχέση κατάθλιψης-σεροτονίνης, κανένας δεν έχει προειδοποιήσει το ευρύ κοινό».
«Συνολικά, συμφωνώ με τα συμπεράσματα των συγγραφέων της μελέτης, αλλά εγώ δεν θα είχα τόσο ανελαστικές βεβαιότητες», σχολίασε ο βρετανός ψυχίατρος Phil Cowen σε σχόλιό του στο Science Media Center.
Η κριτική του Phil Cowen και άλλων συναδέλφων του είναι διαφορετικής τάξεως.
Ορισμένοι θέτουν σε αμφισβήτηση την μεθοδολογία της μελέτης, κυρίως το γεγονός ότι δεν μετρά απευθείας την σεροτονίνη, αλλά ένα έμμεσο ίχνος της. Αλλοι παραδέχονται τα συμπεράσματα, αλλά απορρίπτουν τον νεωτερικό τους χαρακτήρα.
«Κανένας επιστήμονας της ψυχικής υγείας δεν θα έφθανε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει την ιδέα ότι μία πολύπλοκη παθολογική κατάσταση ερμηνεύεται από την έλλειψη ενός και μόνου νευροδιαβιβαστή», σημειώνει ο Phil Cowen.
Το επιχείρημα αυτό δεν έχει βάση για την Joanna Moncrieff, κατά την γνώμη της οποίας η υπόθεση εργασίας της σεροτονίνης, ακόμη και σε μία αμβλυμένη εκδοχή της, εξακολουθεί να καταλαμβάνει σημαντική θέση στις συζητήσεις μεταξύ των ψυχιάτρων.
«Και κυρίως, ακόμη και αν επιφανείς ψυχίατροι αρχίζουν να αμφιβάλλουν για τις σχέσεις ανάμεσα στην κατάθλιψη και το έλλειμμα σεροτονίνης, κανένας δεν έχει προειδοποιήσει το ευρύ κοινό», σχολιάζει ειρωνικά στο blog της η συγγραφέας, η οποία βρίσκεται σε ρήξη με την «κυρίαρχη ψυχιατρική». Η σύνδεση ανάμεσα στην κατάθλιψη και την σεροτονίνη είναι, στην πραγματικότητα, καλά εδραιωμένες στην λαϊκή αντίληψη.
Αντικαταθλιπτικά και φαρμακοβιομηχανία
Αλλά, φυσικά, δεν είναι η αμφισβήτηση της υπόθεσης εργασίας της σεροτονίνης που προκαλεί την εντονότερη πολεμική. Είναι το γεγονός ότι η Joanna Moncrieff διατυπώνει μέσω της αμφισβήτησης της υπόθεσης αυτής εργασίας ένα επιχείρημα κατά των σύγχρονων αντικαταθλιπτικών, υπερβαίνοντας τα συμπεράσματα της ίδιας της της μελέτης.
«Πρόκειται για μία σοβαρή εργασία, που εντάσσεται στην σειρά άλλων εργασιών και η οποία θεωρείται υπολογίσιμη στην συζήτηση ανάμεσα στους ειδικούς σχετικά με τους μηχανισμούς της κατάθλιψης», παραδέχεται ο Ελβετός ψυχίατρος.