Ένα διαμέρισμα που δεν μπορεί να πουληθεί, απαραίτητες εργασίες μεγάλης κλίμακας και ο φόβος μιας πυρκαγιάς που τρομοκρατεί τα παιδιά της… Όπως χιλιάδες Βρετανοί ιδιοκτήτες σπιτιών, η Λούσι Μπράουν ζει παγιδευμένη από το σκάνδαλο των εύφλεκτων επικαλύψεων, από το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να βγει προτείνοντας ένα νέο σχέδιο.
Η 47χρονη κυνηγός κεφαλών στον χρηματοοικονομικό τομέα μένει στους δύο τελευταίους ορόφους ενός κτιρίου κατοικιών στο Ντόκλαντς, στο ανατολικό Λονδίνο. Μια ασφαλής επένδυση εκ των προτέρων, μόνο που η πολυκατοικία της έχει μια επικάλυψη ίδιου τύπου με αυτήν του Πύργου Γκρένφελ όπου ξέσπασε η φονική πυρκαγιά.
Τον Ιούνιο του 2017, αυτό το κτίριο των 24 ορόφων άναψε σαν δάδα. Η φωτιά ξεκίνησε από έναν ελαττωματικό καταψύκτη και εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα μέσα από την επίστρωση που είχε τοποθετηθεί στην πρόσοψη. Ο θλιβερός απολογισμός των θυμάτων από την πυρκαγιά ήταν 71 νεκροί και ένα βρέφος που γεννήθηκε νεκρό.
Το σκάνδαλο έφερε στο φως πολλά κτίρια με το ίδιο πρόβλημα, όπως αυτό όπου βρίσκεται η κατοικία της Λούσι Μπράουν.
“Αυτό το καθιστά πολύ δύσκολο για να πουληθεί”, εξηγεί η Μπράουν, μητέρα τριών παιδιών, που μετέχει στην εκστρατεία “End Our Cladding Scandal (EOCS)”, (Βάλτε τέλος στο σκάνδαλο της επικάλυψής μας), “γιατί όσοι σκέφτονται να αγοράσουν αυτά τα διαμερίσματα θα πρέπει να αναλάβουν ουσιαστικά ένα κόστος χωρίς ανώτατο όριο (…) για να ασφαλίσουν τα κτίρια”.
Όπως δηλώνει, ο λογαριασμός μπορεί να φθάσει τις 200.000 στερλίνες (240.000 ευρώ) και οι εργασίες είναι βαριές: το κτίριο πρέπει να τυλιχθεί με πλαστικούς μουσαμάδες και τα παράθυρά του να μείνουν κλειστά για έως ένα χρόνο.
Ποιος πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό; Η κυβέρνηση εκτίμησε τελικά τη Δευτέρα ότι εναπόκειται στους κατασκευαστές να συμβάλουν στην παρέμβαση γι αυτές τις επικίνδυνες επικαλύψεις, που υπολογίζει ότι ανέρχονται σε 4 δισεκατομμύρια στερλίνες (4,8 δισεκατομμύρια ευρώ).
“Οι αθώοι ιδιοκτήτες δεν πρέπει να σηκώσουν το βάρος”, υπογράμμισε ο υπουργός Στέγασης Μάικλ Γκόουβ.
Οι κυβερνητικές προτάσεις αναμένεται να αντικαταστήσουν αυτές που οι αρχές παρουσίασαν πέρυσι, οι οποίες καλούσαν τους ιδιοκτήτες κατοικιών σε κτίρια ύψους 11 έως 18 μέτρων να πληρώσουν γι αυτές τις εξαιρετικά δαπανηρές εργασίες μέσω δανείων, τροφοδοτώντας την εντεινόμενη οργή κατά της κυβέρνησης.
“Εφιάλτες”
Η Λούσι Μπράουν, η πολυκατοικία της οποίας έχει ύψος 18 μέτρα, ακόμα δεν ξέρει πότε θα αλλάξει η επικάλυψη του κτιρίου.
Για εκείνη, το νέο σχέδιο είναι “ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση” αλλά δεν τα λύνει όλα. “Γενικά, όταν αφαιρείται η επικάλυψη ανακαλύπτουμε την πλήρη έκταση των ελαττωμάτων”, εξηγεί, λέγοντας επίσης ότι ανησυχεί πολύ για την ασφάλεια της οικογένειάς της.
“Είχαμε πολύ δύσκολες συζητήσεις με τις τρεις μας κόρες, έπρεπε να τους εξηγήσουμε όλα τα μέτρα που πρέπει να ακολουθήσουμε σε περίπτωση πυρκαγιάς, γιατί λόγω της επικάλυψης του κτιρίου, έχουμε μόνο λίγα λεπτά πριν η φωτιά δεν εξαπλωθεί παντού”, υπογραμμίζει.
Η μικρότερη κόρη της, 9 ετών, μπορεί κοιμηθεί μόνο στο δωμάτιο των γονιών της “γιατί φοβάται ότι θα ξεσπάσει φωτιά μέσα στη νύχτα. Και οι τρεις κόρες μας έχουν εφιάλτες”.
Ο Πύργος Γκρένφελ ήταν η χειρότερη πυρκαγιά σε κτίριο κατοικιών από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βρετανία. ‘Εκτοτε χιλιάδες ιδιοκτήτες κατοικιών – ο ακριβής αριθμός τους σε όλη τη χώρα δεν είναι γνωστός – αντιμετωπίζουν αυξανόμενα κόστη, που κυμαίνονται από ασφάλιστρα έως, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ανάγκη να πληρώσουν για περιπολίες για εκδήλωση πυρκαγιάς.
Η Λούσι Μπράουν τάσσεται υπέρ μιας “συνολικής λύσης” που να περιλαμβάνει επίσης τα κτίρια με ύψος λιγότερο από 11 μέτρα, τα οποία σήμερα δεν περιλαμβάνονται στα σχέδια της κυβέρνησης.
Ο γείτονάς της, ο 37χρονος Λίαμ Σπέντερ, δικηγόρος και μέλος της EOCS, πιστεύει ότι είναι πρόωρο να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των νέων μέτρων.
Αγόρασε το διαμέρισμά του το 2019 και “καμία από τις μελέτες που είχα κάνει δεν έδειξε πρόβλημα”, εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά τη μετακόμισή του, έλαβε μια επιστολή από τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου, η οποία ανέφερε ότι η επικάλυψη ήταν εύφλεκτη και ότι οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων έπρεπε να πληρώσουν για την αντικατάστασή της.
“Έμεινα άναυδος”, δηλώνει. “Είστε πιο προστατευμένοι αγοράζοντας ένα σάντουιτς παρά αγοράζοντας ένα διαμέρισμα ή ένα σπίτι σε αυτή τη χώρα υπό τον υφιστάμενο νόμο”.
Κατά τη γνώμη του, “οι διαδοχικές κυβερνήσεις ευνόησαν τη χαλάρωση των κανονισμών, για να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις. Φοβάμαι ότι αυτό είναι συνέπεια αυτής της επιλογής”.