Και όμως, μέσα στην πανδημία του κορωνοϊου και στην οικονομική κρίση που αυτή προκάλεσε, η ελληνική οικονομία κατόρθωσε να κερδίσει πόντους στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητα. Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σημείωσε συνολικά μικρή έστω βελτίωση το 2020.

Σε όρους σχετικών τιμών, η διατήρηση της ευνοϊκής διαφοράς πληθωρισμού τιμών επέτρεψε στην οικονομία να αυξήσει περαιτέρω το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα το 2020, παρά την ανατίμηση του ευρώ. Σε όρους σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται επιδείνωση, καθώς τα έκτακτα μέτρα προστασίας της απασχόλησης εν μέσω των ειδικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την πανδημία εκτιμάται ότι οδήγησαν σε μεγάλη απώλεια εγχώριας παραγωγικότητας.

Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, θετικά συνέβαλαν μεταξύ άλλων η μείωση φορολογικών συντελεστών και η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας λόγω των έκτακτων συνθηκών.

Ο δείκτης ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί (ανατίμηση) σημαντικά, κατά 1,4% το 2020, έναντι μικρής υποχώρησης το 2019, σύμφωνα με τουςσχετικούς δείκτες που υπολογίζει για την ελληνική οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανατίμηση του ευρώ που παρατηρήθηκε έναντι πολλών νομισμάτων προηγμένων και αναδυόμενων οικονομιών σχετίζεται με την αύξηση της αβεβαιότητας διεθνώς μετά το Μάρτιο και την αποστροφή προς τον κίνδυνο και επηρέασε σε διαφορετικό βαθμό όλες τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ .

Το 2020 το ευρώ ανατιμήθηκε σημαντικά έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, της στερλίνας και της κορώνας Νορβηγίας, ενώ υποχώρησε ελαφρώς έναντι του ελβετικού φράγκου, της σουηδικής κορώνας και του γιεν. Η ανατίμηση του ευρώ έχει επηρεάσει δυσμενώς (αυξητικά) τους εθνικούς εναρμονισμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας τους οποίους καταρτίζει η ΕΚΤ, τόσο της Ελλάδος όσο και άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ.

Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε στην Ελλάδα το 2020, έναντι υποχώρησης το 2019, καθώς η αναμενόμενη ταχύτερη άνοδος του εγχώριου κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έναντι των κυριότερων εμπορικών της εταίρων (4,8% έναντι 4,3%, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) προστίθεται στην απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω της ανατίμησης της ονομαστικής σταθμισμένης ισοτιμίας.

Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) αντιθέτως εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει και το 2020 κατά 0,5%, παρά την ανατίμηση του ευρώ, επιστρέφοντας σε επίπεδα του 2002-2003. Ο εγχώριος πληθωρισμός με βάση τον ΕνΔΤΚ προβλέπεται ότι θα είναι αρνητικός το 2020 (-1,3%, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), ενώ υπολείπεται σταθερά εδώ και μία δεκαετία του σταθμισμένου αντίστοιχου πληθωρισμού των εμπορικών εταίρων.

Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αν και παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, εμφανίζει βελτίωση σε ορισμένους τομείς. Η μείωση του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα είναι μερικοί από αυτούς.

Το δυσμενές παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον αποτελεί κοινή αρνητική διαταραχή για τις περισσότερες οικονομίες και συνεπώς δεν αναμένεται να έχει επίπτωση στη σχετική ανταγωνιστικότητα των περισσότερων οικονομιών, όπως αυτή αποτυπώνεται στους κυριότερους σύνθετους δείκτες παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας.

Σύμφωνα με την κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, 16 Ιουνίου 2020), η Ελλάδα επέτυχε βελτίωση κατά 9 θέσεις, κατατασσόμενη 49η μεταξύ 63 οικονομιών, κάτω από την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία.

Η πρόοδος αυτή προήλθε από βελτίωση των κριτηρίων και στους τέσσερις υποδείκτες, κυρίως όμως στους υποδείκτες της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα (από την 60ή στην 52η θέση) και των επιχειρήσεων (από την 58η στην 51η θέση) και δευτερευόντως στους υποδείκτες της μακροοικονομικής επίδοσης (από την 60ή στην 55η θέση) και των υποδομών (από την 41η στην 39η θέση).

Σύμφωνα με το IMD,9 οι σημαντικότερες προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μέσω αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων, η βελτίωση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, καθώς και η υιοθέτηση ενός περισσότερο φιλικού προς την ανάπτυξη φορολογικού μίγματος.

Του Σπύρου Σταθάκη