Πριν από δεκαπέντε περίπου ημέρες ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι παρουσίασε στις Βρυξέλλες την πολυαναμενόμενη έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, που του είχε αναθέσει να συντάξει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Μια από τις βασικές παραμέτρους ώστε να καταφέρει η ευρωπαϊκή οικονομία να καλύψει το κενό ανταγωνιστικότητας με την Κίνα και τις ΗΠΑ, είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης ώστε να ενισχυθεί η τραπεζική χρηματοδότηση.
Η Τραπεζική Ένωση, η οποία παραμένει ελλιπής εδώ και χρόνια, αποτελεί μια δέσμευση σχεδόν όλων των Ευρωπαίων, τόσο σε επίπεδο πολιτικών, όσο και σε επίπεδο οικονομολόγων, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ζητεί μετ’ επιτάσεως την ολοκλήρωσή της, ώστε να δημιουργηθούν ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην ΕΕ.
Τουλάχιστον στη θεωρία. Διότι όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα από την Ιταλία και συγκεκριμένα η UniCredit κινήθηκε για την εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου της Commerzbank, της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας, οι μέχρι τότε θιασώτες της ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης, ανέκρουσαν πρύμναν.
Η ιταλική τράπεζα UniCredit αποκάλυψε τη Δευτέρα ότι προχώρησε στη σύναψη χρηματοοικονομικών μέσων που αφορούν σε ένα επιπλέον ποσοστό 11,5% της Commerzbank, αφότου απέκτησε ένα ακόμα μερίδιο ύψους 9%, το μισό από το οποίο το εξαγόρασε από τη γερμανική κυβέρνηση. Η πρόθεση της UniCredit να αυξήσει το μερίδιο της στην Commerzbank μέχρι και το 21%, κάτι που θα την καθιστούσε τον μεγαλύτερο μέτοχο στη δεύτερη γερμανική τράπεζα, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε Βερολίνο και Φρανκφούρτη.
Το ζήτημα μάλιστα έπαψε να είναι αμιγώς οικονομικό και έφτασε στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια. Με τον Γερμανό Καγκελάριο Όλαφ Σολτς να χαρακτηρίζει, από τη Νέα Υόρκη, την πρόθεση της UniCredit ως «εχθρική ενέργεια», με την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι να απαντά πως το ζήτημα δεν αφορά στις κυβερνήσεις, αλλά στην ελεύθερη αγορά.
Παρόλο που η UniCredit χρειάζεται έγκριση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αυξήσει τη συμμετοχή της πάνω από το 10%, έχει αποκτήσει το μερίδιο 11,5% με τέτοιο τρόπο που η συναλλαγή δεν θα διευθετηθεί μέχρι να «ληφθούν οι απαιτούμενες εγκρίσεις». Ωστόσο, εάν εξασφαλίσει την έγκριση της ΕΚΤ, η UniCredit θα ξεπεράσει τα εμπόδια που προσπαθεί να βάλει το Βερολίνο για να ματαιώσει την εξαγορά της δεύτερης μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας.
Τι φοβάται το Βερολίνο;
Η Commerzbank αποτελεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το οποίο χορηγεί δάνεια κυρίως, στο λεγόμενο «Mittelstand», δηλαδή τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας. Στελέχη της Commerzbank έχουν προειδοποιήσει τη γερμανική κυβέρνηση ότι η εξαγορά της από την UniCredit θα μπορούσε να δυσχεράνει τη χορήγηση δανείων σε μικρές και μεσαίες εταιρείες, ενώ τα συνδικάτα προειδοποιούν για περικοπή θέσεων εργασίας στη Γερμανία, καθώς η έδρα της UniCredit εξακολουθεί να βρίσκεται στην Ιταλία.
Ο Φρίντριχ Μερτς, ηγέτης της αντιπολίτευσης, επέκρινε επίσης έντονα τις κινήσεις της UniCredit, λέγοντας ότι η εξαγορά της Commerzbank από τους Ιταλούς θα ήταν «καταστροφή για τον γερμανικό τραπεζικό τομέα». Σε αυτό το πλαίσιο, η Commerzbank ανακοίνωσε ότι χρέη διευθύνουσας συμβούλου αναλαμβάνει η κυρία Μπετίνα Ορλόπ σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις φιλοδοξιες του CEO της UniCredit, Αντρέα Ορσέλ
Η προσπάθεια του Βερολίνου να μπλοκάρει την εξαγορά της Commerzbank προκαλεί ανησυχία, τόσο στην Ιταλία, όσο και αλλού στην ΕΕ, καθώς φαίνεται ότι η Γερμανία δίνει εκ νέου προτεραιότητα στα δικά της συμφέροντα, εις βάρος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Η Τραπεζική Ένωση αποτελεί εδώ και χρόνια μια προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών τραπεζών στην ΕΕ, οι οποίες δεν θα έχουν πλέον σχέση αλληλεξάρτησης με τις εθνικές κυβερνήσεις, κάτι που κόστισε πολύ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Οι γερμανικές τράπεζες έχουν χάσει δραματικά βάρος και σημασία σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, τα τελευταία 30 χρόνια. Δεν κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να ενσωματωθούν στην εγχώρια αγορά, ενώ οι ανταγωνιστές στο εξωτερικό έχουν γίνει μεγαλύτεροι και πιο κερδοφόροι μέσω συγχωνεύσεων.
Η Γερμανία κατηγορείται τώρα ότι ευνοεί την ευρωπαϊκή τραπεζική ολοκλήρωση μόνο με τους δικούς της όρους. Ειδικότερα ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος ως πρώην υπουργός Οικονομικών εμφανιζόταν θιασώτης της περαιτέρω οικονομικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας, μεταξύ άλλων μέσω της κοινής ασφάλισης καταθέσεων, φαίνεται να επιδιώκει να κρυφτεί πίσω από προστατευτικά εμπόδια όταν μια από τις τράπεζες της Γερμανίας και μάλιστα η δεύτερη μεγαλύτερη, γίνεται στόχος εξαγοράς.
Πέρα από αυτά τα οικονομικά ζητήματα, η «ιταλο – γερμανική αυτή διαμάχη» δείχνει τα τεράστια προβλήματα που υφίστανται στον τρικομματικό συνασπισμό που κυβερνά τη Γερμανία. Ο Κρίστιαν Λίντερ ο ηγέτης του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), ο οποίος υπηρετεί ως ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών επιδιώκει να ενισχύσει το προφίλ του μετά από πολλαπλές αποτυχίες στις περιφερειακές εκλογές στη Γερμανία. Και η υπόθεση της Commerzbank θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ακόμη λόγο για την πιθανή διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού πριν από τις προγραμματισμένες γενικές εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου.