Να εφαρμοστεί στην Ουκρανία το μοντέλο ουδετερότητας που τηρούν Σουηδία και Αυστρία επιθυμεί η Ρωσία προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος. Κάτι που απορρίπτει, μέχρι στιγμής, η Ουκρανία. Ο επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας και διαπραγματευτής με τους Ουκρανούς για εκεχειρία, Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, δήλωσε ότι “στις συνομιλίες που προηγήθηκαν, προτάθηκε μια αυστριακή ή σουηδική εκδοχή ενός αποστρατιωτικοποιημένου κράτους, που θα έχει όμως τις δικές του δυνάμεις”. Προφανώς και το ζήτημα της ουδετεροποίησης της Ουκρανίας είναι πάνω στο τραπέζι, καθότι αποτελεί ένα από τα κύρια ζητούμενα της Μόσχας.
Στην πράξη, η συζήτηση περί ουδετεροποίησης της Ουκρανίας γυρνά τις σελίδες της ευρωπαϊκής Ιστορίας πίσω στο 1955, οπότε και διευθετήθηκε το ψυχροπολεμικό status για όσες ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν να μείνουν έξω από κάθε είδους περιφερειακό ανταγωνισμό ανάμεσα στο δυτικό και το σοβιετικό μπλοκ.
Πρότυπο αυτής της κατάσταση αποτελεί η αυστριακή συνθήκη για το κράτος (συνθήκη της Ανεξαρτησίας) της Αυστρίας που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 15 Μαϊου του 1955, ανοίγοντας το δρόμο για την διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, μετά από μια δεκαετή μεταπολεμική εκκρεμότητα, αφού η χώρα είχε διασπαστεί σε τέσσερις ζώνες μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Την υπογραφή της συνομολόγησαν οι Υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της χώρας ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, δεσμευόμενοι ταυτόχρονα για την ακεραιότητα και το απαραβίαστο της αυστριακής επικράτειας. Παράλληλα, η Συνθήκη είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση όλων των συμμαχικών δυνάμεων από τη χώρα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Έτσι, στις 26 Οκτωβρίου του 1955 η χώρα διακήρυξε την μόνιμη ουδετερότητα της.
Με τη Συνθήκη, (Austrian State/Independence Treaty) η Αυστρία δεσμεύεται σε ουδετερότητα και με βάση το σύνταγμά της απαγορεύεται η είσοδος σε στρατιωτικές συμμαχίες. Η δημιουργία ξένων στρατιωτικών βάσεων στο αυστριακό έδαφος. Η συμμετοχή σε πόλεμο. Η ανεξαρτησία της Αυστρίας μέσω της Συνθήκης υπήρξε απαίτηση της Σοβιετικής Ενωσης με βάση το Μνημόνιο της Μόσχας (1943), ενώ συντάχθηκε στα πρότυπα της ουδετερότητας της Ελβετίας.
Ακόμη πιο πίσω στο χρόνο πηγαίνει το καθεστώς ουδετερότητας της Σουηδίας, το οποίο εδράζεται σε μια βαθιά ιστορική παράδοση της χώρας και δεν αποτελεί προϊόν κάποιας Συνθήκης. Συγκεκριμένα, η ουδετερότητα της χώρας απέναντι σε πολεμικές συρράξεις θεσπίστηκε επίσημα από τον βασιλιά Γουστάβο XIV το 1834 και τηρήθηκε στη διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, παρότι η χώρα αποτελούσε σημαντική στρατιωτική δύναμη.
Εξαίρεση αποτέλεσε το 1941, όταν επιτράπηκε στις γερμανικές δυνάμεις να διέλθουν από το σουηδικό έδαφος στο φινλανδικό μέτωπο, ενώ η Σουηδία ταυτόχρονα προστάτευσε τους πρόσφυγες από τον ναζισμό.
Μετά το 1945, ωστόσο, η χώρα επέλεξε να διατηρήσει το ουδέτερο καθεστώς της, απέχοντας από στρατιωτικές συμμαχίες και πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Σουηδία δεν έχει εμπλακεί σε καμία πολεμική σύγκρουση. Ως μερική ρωγμή στο καθεστώς ουδετερότητας της θεωρήθηκε από κάποιους αναλυτές η είσοδος της χώρας το 1995 στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 1995, ενώ διατηρεί, αν και δεν αποτελεί μέλος της συμμαχίας. Η χώρα δέχθηκε προειδοποιήσεις από τη ρωσική πλευρά όταν από διάφορες πλευρές του πολιτικού της φάσματος ξεκίνησε μία συζήτηση για το ενδεχόμενο μίας μελλοντικής ένταξής της στο ΝΑΤΟ.