To 2021 αποτελεί μια μεταβατική χρονιά για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εν μέσω πανδημίας, οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν με τα σχέδια εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης, ενίσχυσαν τα κεφάλαιά τους μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και εκδόσεων ομολόγων και είδαν τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα να αγγίζουν υψηλό δεκαετίας.

Το 2021 και οι Τράπεζες – Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Ειδικότερα, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκαν στα €173,9 δισεκ. τον Οκτώβριο, ενισχυμένες κατά €10,5 δισεκ. (+6,4%) από την αρχή του έτους και κατά €31,4 δισεκ. (+22,1%) από την έναρξη της πανδημίας, ωθούμενες από τα κρατικά μέτρα στήριξης και την (εκούσια και ακούσια) αύξηση της ροπής των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προς αποταμίευση. Αυτό επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, που περιλαμβάνεται στο επετειακό τεύχος του 7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

Βασικά ορόσημα για τη νέα χρονιά αποτελούν, πρώτον, η ολοκλήρωση των σχεδίων εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, δεύτερον, η απρόσκοπτη πρόσβαση σε φθηνή ρευστότητα από το Ευρωσύστημα, τρίτον, η αύξηση της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, τέταρτον, οι συνέργειες με τον δημόσιο τομέα στα πλαίσια του ΤΑΑ, και πέμπτον, η ανταπόκριση στην προτροπή της πρόσφατης έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για (οργανική) βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων τους.

Κατά το πρώτο ενιάμηνο του 2021, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι μείωσαν στο μισό το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στα χαρτοφυλάκια τους, ήτοι στο 16,4% από 32,9% στο τέλος του 2020, μέσω τιτλοποιήσεων (με κύριο όχημα το σχήμα «Ηρακλής»), αναδιαρθρώσεων και ανα-ταξινομήσεων.

Η συνέχιση της απομόχλευσης των ισολογισμών τους και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μονοψήφια ποσοστά μέσα στο 2022 θα αποτελέσει μια αλλαγή σελίδας για το τραπεζικό σύστημα: απαλλαγμένο από το μεγαλύτερο ίσως βαρίδι που του κληροδότησε η δεκαετής οικονομική κρίση, θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση να ανταποκριθεί στον κομβικό για την ανάπτυξη ρόλο του, αυτόν της αποτελεσματικής κατεύθυνσης των αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις.

Προς αυτή την κατεύθυνση, η έγκριση του τροποποιημένου πλαισίου για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τον Ιούλιο του 2021, απομάκρυνε το ενδεχόμενο της αύξησης της συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν σύμφωνα με το σχεδιασμό τους τα προγράμματα απομείωσης των ΜΕΔ.

Εξασφάλισε επιπλέον τον απαιτούμενο χώρο και χρόνο για την επάνοδο των τραπεζών στην κερδοφορία, η οποία θα επιτρέψει τη σταδιακή απομείωση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών. Σημειώνεται ότι το τρίτο τρίμηνο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ξεπερνούσαν τα €14 δισεκ. και αποτελούσαν περίπου το 60% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων τους.

Τράπεζες: Δραστική μείωση προσωπικού και καταστημάτων μέσα στο 2022

Αυτό εξάλλου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για τη συμμόρφωσή τους με την πολιτική ελάχιστων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (ΜREL). Αν και η αβεβαιότητα που προέρχεται από τη λήξη των μέτρων στήριξης και των αναστολών πληρωμών θα παραμείνει και το 2022, τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν ανησυχητική αντιστροφή στην τάση μείωσης των ΜΕΔ λόγω πανδημίας.

Παράλληλα, η συνέχιση των προγραμμάτων «Γέφυρα» εγγυάται την ομαλή μετάβαση στην μετα-πανδημική εποχή για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες δανειοληπτών. Κλειδί πάντως για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και της επίτευξης κερδοφορίας συνιστά η αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ συνολικότερα σε επίπεδο οικονομίας και όχι απλώς τραπεζών.

Αυτό απαιτεί την ουσιαστική αναδιάρθρωση των ΜΕΔ των βιώσιμων επιχειρήσεων, ώστε αυτές να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση σε τραπεζικές πιστώσεις, αλλά και την (δύσκολη και δαπανηρή) απεμπλοκή δανειακών κεφαλαίων από τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Οι πόροι που θα απελευθερωθούν θα αξιοποιηθούν καλύτερα αν κατευθυνθούν κατά κύριο λόγο σε παραγωγικές και εξωστρεφείς επενδύσεις, σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η παραγωγή υπηρεσιών και προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και οικονομικής πολυπλοκότητας, αλλά και στη στήριξη της νεοφυούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας σε συνεργασία με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα.

Η εκκίνηση των δράσεων του ΤΑΑ τη νέα χρονιά παρέχει πρόσφορο έδαφος για τη χρηματοδότηση ανάλογων επενδύσεων και πρωτοβουλιών, οι οποίες θα συμβάλλουν στην επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και θα ωθήσουν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα προς μια τροχιά σταθερής κερδοφορίας. Επιπλέον, η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος θα συνεισφέρει στη συγκράτηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η διεύρυνση του οποίου παραδοσιακά συνοδεύει τις περιόδους μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδας.

Η αβεβαιότητα που συντηρεί η μη εξάλειψη της πανδημίας και η ευαλωτότητα των εξαγώγιμων υπηρεσιών της χώρας μας σε παρόμοιες διαταραχές καθιστούν επιτακτική τη βελτίωση του εμπορικού της ισοζυγίου. Ο ρόλος της χρηματοδότησης είναι κρίσιμος σε αυτό, τόσο μέσω της στήριξης του εξαγωγικού παραγωγικού δυναμικού, όσο και μέσω της αποφυγής χρηματοοικονομικών υπερβολών που μεταφράζονται σε αυξήσεις τιμών και εισαγωγές.

Εκμεταλλευόμενες την κατ’ εξαίρεση –λόγω των ειδικών συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία– αποδοχή των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) ως ενέχυρα στα πλαίσια της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO-III), οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν τη ρευστότητά τους αντλώντας σημαντικά ποσά από την ΕΚΤ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Επιπλέον, κατευθύνοντας αυτή τη ρευστότητα στις επιχειρήσεις, κάποιες τράπεζες επωφελήθηκαν από τα ειδικά –λόγω πανδημίας– επιτόκια που έφταναν μέχρι και το -1%, αποκομίζοντας κεφαλαιακά κέρδη και αντισταθμίζοντας έτσι το κόστος από το αρνητικό επιτόκιο διακράτησης των διαθεσίμων τους στην ΕΚΤ. Στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2021 ο δανεισμός των τεσσάρων συστημικών τραπεζών μέσω του TLTRO-III άγγιζε τα €47 δισεκ. (ήτοι το 15,5% του ισολογισμού τους σε επίπεδο ομίλων).

Καθώς όμως η ρήτρα εξαίρεσης των ΟΕΔ πρόκειται να λήξει τον Ιούνιο 2022 και προτού αυτά επανέλθουν στην επενδυτική βαθμίδα (κάτι το οποίο δεν αναμένουμε να συμβεί εντός του έτους), το θέμα της απρόσκοπτης πρόσβασης των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε φθηνά δανειακά κεφάλαια μέσω του Ευρωσυστήματος παραμένει ανοιχτό.

Η επιτυχής ολοκλήρωση της εξυγίανσης του μέσα στο 2022 και η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού του θα δώσει ισχυρή ώθηση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κλάδου μεσοπρόθεσμα είναι οι ελληνικές τράπεζες να ενδυναμώσουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους πελάτες τους, να μειώσουν την εξάρτησή τους από το Ελληνικό Δημόσιο, να προχωρήσουν περεταίρω τη διαδικασία ψηφιοποίησης τους και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους, θέτοντας στο επίκεντρο της λειτουργίας τους περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια και σύγχρονες, διαφανείς πολιτικές εταιρικής διακυβέρνησης.