«Οι νεόνυμφοι φτιάχνουν περισσότερες πίτσες μόνοι τους στο σπίτι, απ’ ό,τι σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος», δηλώνει ο Κρίστιαν Ταπανίναχο, συνιδρυτής της Ooni Ltd. μαζί με τη σύζυγό του, Νταρίνα Γκάρλαντ. «Είναι μια περίεργη συσχέτιση», σχολιάζει, καθώς βγάζει μια μαργαρίτα με τραγανές άκρες από τον φούρνο στην αυλή του σπιτιού τους, ένα κτίσμα του 17ου αιώνα στο Εδιμβούργο. «Ίσως είναι η αρχή εκείνης της περιόδου που θες να μείνεις σπίτι και να μην τρως τόσο έξω».

Τα εσωτερικά στοιχεία της εταιρείας το επιβεβαιώνουν. Το 2010, λίγο μετά τον γάμο τους, προσπάθησαν να φτιάξουν πίτσα στο σπίτι, χωρίς επιτυχία, αφού δεν έβρισκαν αρκετά ζεστό φούρνο. Ο Ταπανίναχο, αυτοδίδακτος «λύτης προβλημάτων», σχεδίασε μόνος του, χωρίς να έχει εμπειρία ή γνώση, έναν πρωτότυπο σε πρόγραμμα 3D και πλήρωσε 50 λίρες σε ένα τοπικό μεταλλουργείο για να τον κατασκευάσει. Προς έκπληξή τους, η εφεύρεση λειτούργησε, αν και η πρώτη πίτσα που έβγαλε «έμοιαζε με θυμωμένη φαχίτα», θυμάται η Γκάρλαντ. Εκείνος ο αρχικός φούρνος έγινε το πρωτότυπο για την Ooni, που κατά την πανδημία έγινε σχεδόν συνώνυμη με την οικιακή παρασκευή πίτσας.

Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2012 με λιγότερα από 100.000 δολάρια, τα οποία συγκεντρώθηκαν μέσω Kickstarter, και το 2023 ο ετήσιος τζίρος της ξεπέρασε τα 200 εκατ. δολάρια, από μόλις 17 εκατ. το 2019. Παρά τη μικρή επιβράδυνση, η Γκάρλαντ δηλώνει ότι η ζήτηση παραμένει υψηλή.

Οι χαρακτηριστικοί φούρνοι της, σε σχήμα καβουκιού χελώνας, είναι φορητοί και λειτουργούν με αέριο, ξύλο ή ρεύμα. Αρχικά παράγονταν στη Φινλανδία, πατρίδα του Ταπανίναχο, αλλά η παραγωγή μεταφέρθηκε στην Κίνα. Πριν την Ooni, οι ερασιτέχνες μάγειρες περιορίζονταν σε κουζίνες ή ψησταριές, που, κατά τους ιδρυτές, δεν επαρκούσαν για την κλασική ναπολιτάνικη πίτσα, με λεπτή και αφράτη ζύμη και καψαλισμένες άκρες. Με τους βραβευμένους φούρνους τους, το ζευγάρι δημιούργησε μια νέα κατηγορία προϊόντος. «Μπορεί να είμαστε υπερβολικά ταπεινοί, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι φτιάχνουν πλέον καλύτερη πίτσα στο σπίτι χάρη σε εμάς», λέει ο Ταπανίναχο, προσθέτοντας φρέσκο βασιλικό στην πίτσα του.

Η πίτσα είναι μια μεγάλη επιχείρηση. Η παγκόσμια αγορά πίτσας υπολογίζεται στα 152 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως από εστιατόρια, delivery και κατεψυγμένα προϊόντα, σύμφωνα με την Market.us. Η Ooni είναι παράδειγμα παγκοσμιοποίησης: σκωτσέζικη εταιρεία με φινλανδικό όνομα, αρχικά «Uuni», που σημαίνει φούρνος στα φινλανδικά, αλλά άλλαξε το 2018 για λόγους προφοράς, που κατασκευάζει στην Κίνα φούρνους για ιταλικό φαγητό. Παρά την έδρα στο Εδιμβούργο, δεν διαφημίζει ιδιαίτερα τη σκωτσέζικη καταγωγή της. «Υπάρχει το στερεότυπο «τι ξέρουν αυτοί για πίτσα;», εξηγεί ο Ταπανίναχο. «Αλλά στην πραγματικότητα ξέρουμε πολλά».

Η αγορά των ΗΠΑ, με την τεράστια ζήτηση για πίτσα και και την έντονη κουλτούρα μπάρμπεκιου στην αυλή, αποτελεί το 50% των πωλήσεων. Ακολουθούν Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ακόμη και οι Ιταλοί έχουν αποδεχθεί τους «μη παραδοσιακούς» φούρνους. Η Ιαπωνία είναι δυσκολότερη αγορά, λόγω αυστηρών κανονισμών πυρασφάλειας και μικρότερης κουλτούρας υπαίθριου ψησίματος. Οι πωλήσεις γίνονται απευθείας online και μέσω συνεργασιών με καταστήματα όπως Ace Hardware, Lowe’s και Williams Sonoma, ενώ η Ooni συνεργάζεται και με κορυφαίες λίστες γάμου στις ΗΠΑ.

Η πανδημία εκτόξευσε την αναγνωρισιμότητα της εταιρείας, και για να προστατεύσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, η Ooni διεύρυνε την γκάμα της, εργαλεία για πίτσα, έτοιμη ζύμη, ακόμη και παιδικό βιβλίο για «τη μαγεία της πίτσας», γραμμένο από την Γκάρλαντ. «Τώρα εστιάζουμε στο «Γιατί Ooni»; γιατί υπάρχουν πολλοί μιμητές», λέει.

Τον Σεπτέμβριο η εταιρεία προσέλαβε πρώην πρόεδρο της Breville για να ηγηθεί των δραστηριοτήτων στη Βόρεια Αμερική, στοχεύοντας σε καταναλωτές που δεν διστάζουν να επενδύσουν σε premium οικιακές συσκευές. Το 2023 παρουσίασε φούρνο εσωτερικού χώρου, ενώ φέτος λάνσαρε μίξερ ζύμης Halo Pro αξίας 799 δολαρίων, αποτέλεσμα πενταετούς ανάπτυξης, σχεδιασμένο για ερασιτέχνες αρτοποιούς, που φτιάχνουν τη δική τους ζύμη. «Πήραμε τεχνολογία επαγγελματικών αρτοποιείων και τη φέραμε σε μέγεθος για το σπίτι, όπως κάναμε με τους φούρνους πίτσας», αναφέρει χαρακτηριστικά η Γκάρλαντ.

Σύμφωνα με το Bloomberg, το ζευγάρι σχολίασε επίσης, και τους δασμούς, που τον Μάιο οδήγησαν την εταιρεία σε αύξηση τιμών στις ΗΠΑ λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής. «Ευτυχώς είμαστε πραγματικά παγκόσμια εταιρεία, οπότε δεν εξαρτόμαστε μόνο από την Αμερική», λέει η Γκάρλαντ. Αν και μια πιθανή ύφεση θα μπορούσε να περιορίσει την προθυμία των καταναλωτών να δαπανήσουν πάνω από 600 δολάρια για φούρνους, η αισιοδοξία παραμένει. «Πάντα λέμε ότι μόλις ξεκινήσαμε», καταλήγει η Γκάρλαντ. «Και πραγματικά έτσι νιώθουμε».

Διαβάστε ακόμη: