Ένα μεγάλο στοίχημα έχουν μπροστά τους οι ελληνικές τράπεζες και αυτό είναι η επανένταξη και πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα των «κόκκινων» δανειοληπτών (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) που αποτελούν το 50% και η επαναφορά τους σε συνθήκες δανεισμού είναι καθοριστική για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Και ταυτόχρονα θα πρέπει να επαναφέρουν εκείνες τις επιχειρήσεις που μπορούν να είναι βιώσιμες, όμως έχουν πληγεί από την κρίση της πανδημίας, περιορίζοντας τις νέες πτωχεύσεις και να «καθαρίσουν» το τοπίο από τις επιχειρήσεις ζόμπι.
Οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τον συμβουλευτικό τους ρόλο απέναντι στις επιχειρήσεις και να «ξανασυστηθούν» στην πελατεία τους και την κοινωνία. Και παράλληλα να «τρέξουν» τις αλλαγές στην κατεύθυνση της κλιματικής μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η επόμενη μέρα της πανδημίας βρίσκει τις ελληνικές τράπεζες καλύτερα προετοιμασμένες από τις ευρωπαϊκές σε θέματα αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης, καθώς μέσα στη δεκαετή κρίση ανέπτυξαν «εργαλεία» για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων. Έτσι σήμερα εξάγουν τεχνογνωσία στις ευρωπαϊκές τράπεζες, σε θέματα που έχουν να κάνουν με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, τις αναδιαρθρώσεις και την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα Έκθεσης της Oliver Wyman για τις ελληνικές τράπεζες – και γενικά για τις προκλήσεις που έχουν μπροστά τους οι τράπεζες της Ευρωζώνης.
Στο European Banking Outlook 2021 η Oliver Wyman, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες παγκοσμίως εταιρίες παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, διαπιστώνει πως το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό μέσα στη δίνη της πανδημικής κρίσης, η οποία οδήγησε σε μια από τις πιο σοβαρές πτώσεις του ΑΕΠ που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα.
Ωστόσο οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας αμβλύνθηκαν λόγω των προγραμμάτων κρατικής στήριξης, των moratorium και των χρημάτων που έπεσαν από το ελικόπτερο στην οικονομία.
Να σημειωθεί ότι ενώ οι προβλέψεις που είχαν υπολογιστεί για την κάλυψη ζημιών της πανδημίας ανέρχονταν σε 190-200 δισ. ευρώ, τελικά διαμορφώνονται στα 110 δισ. ευρώ, με τη μία στις τρεις τράπεζες να λαμβάνουν τελικά μικρότερες προβλέψεις.
Βέβαια πίεση υπήρξε στα έσοδα των τραπεζών και στην αξία των περιουσιακών τους στοιχείων λόγω της πανδημίας. Μάλιστα σε χώρες όπου επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί, τα έσοδα μειώθηκαν έως και 11% και τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού μειώθηκαν σχεδόν 5%.
Σύμφωνα με την Oliver Wyman υπάρχουν πέντε σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες, προκειμένου να έχουν ηγετικό ρόλο στην ανάκαμψη. Και αυτές είναι:
1) Η μετάβαση στην εποχή μετά την κρίση
Καθώς σταδιακά οδεύουμε προς το τέλος της πανδημίας, εναπόκειται στις τράπεζες να βοηθήσουν στην απελευθέρωση προγραμμάτων δανεισμού έκτακτης ανάγκης, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα πιθανές πτωχεύσεις και τον αριθμό των εταιριών «ζόμπι». Τυποποιημένες προσεγγίσεις πρέπει να υλοποιηθούν σε ολόκληρο τον κλάδο, με κρατική συμμετοχή. Οι τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί πάροχοι του ιδιωτικού τομέα μπορεί να χρειαστεί να προσφέρουν προϊόντα με συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο βιώσιμων αλλά υπερβολικά μοχλευμένων εταιριών. Μια επιτυχημένη απεμπλοκή από την υποστήριξη έκτακτης ανάγκης θα διασφαλίσει ότι οι απώλειες δεν θα φτάσουν στα επίπεδα που η αγορά ανέμενε το 2020.
2) Η δημιουργία νέων προσεγγίσεων δανεισμού οι οποίες θα υποστηρίζονται από τον δημόσιο τομέα
Η αγορά του εταιρικού χρέους αλλάζει και οι τράπεζες θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν το ρόλο τους σε αυτή. Τα κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ του προγράμματος Next Genneration EU, αντιστοιχούν σε περίπου 16% των υπαρχόντων δανείων προς μη-χρηματοπιστωτικές εταιρείες, ενώ μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union – CMU) υπάρχει η δυνατότητα αύξησης της χρηματοδότησης εταιρειών από την αγορά (market based financing) από το 25% στο 50%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι έμπιστοι σύμβουλοι των πελατών τους, να διοχετεύουν διαφορετικές μορφές κεφαλαίου και να βοηθούν τους πελάτες να περιηγηθούν στο ευρύτερο φάσμα χρηματοδοτικών λύσεων.
3) Η υποστήριξη της κλιματικής μετάβασης
Επόμενη πρόκληση είναι η ενεργειακή μετάβαση και η κρίση βιωσιμότητας. Υπολογίζεται ότι πρέπει να επενδυθούν 1,5 έως 2 τρισ. ευρώ στην πράσινη οικονομία στην Ευρώπη. Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι θα επιτύχουν μηδενικές εκπομπές άνθρακα στο χαρτοφυλάκιο δανείων τους έως το 2050, ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές είναι πολύ μακροπρόθεσμες και δεν εξυπηρετούν άμεσα την αντίστοιχη μετάβαση της πραγματικής οικονομίας. Για να επιτύχουν τους στόχους τους, οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν ενεργητικό ρόλο σε όλες τις μεταβατικές πρωτοβουλίες. Η πιθανή σύγκρουση μεταξύ των κλιματικών στόχων και των οικονομικών αποδόσεων χρήζει διαχείρισης από τις τράπεζες, αλλά εάν οι τράπεζες δεν αναλάβουν εκείνες την πρωτοβουλία, τότε διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως εξειδικευμένοι σύμβουλοι, εταιρείες διαχείρισης δεδομένων και ιδιωτικών κεφαλαίων θα κληθούν να καλύψουν το κενό.
4) Στήριξη της ψηφιακής οικονομίας
Ο τρόπος που τα τραπεζικά προϊόντα προσφέρονται στους πελάτες, πλέον καλείται να συνδεθεί άμεσα με τις ανάγκες τους και να είναι άμεσος και ψηφιακός. Είναι πιθανό, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια οι νέοι τρόποι πρόσβασης σε τραπεζικά προϊόντα να αποτελούν το 10% των δανείων, καταθέσεων, συναλλάγματος και πληρωμών για πελάτες λιανικής και ΜμΕ. Δεδομένου ότι αυτά τα νέα οικοσυστήματα τείνουν να παρέχουν βραχυπρόθεσμα, προϊόντα με υψηλότερα περιθώρια κέρδους, αυτό το μερίδιο θα μπορούσε να ισοδυναμεί με έσοδα έως και 40 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι αποφασιστικές σε αυτόν τον τομέα, ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρίες fintech και τις εταιρίες υψηλής τεχνολογίας και να δημιουργήσουν σύγχρονα προϊόντα με βάση τον πελάτη, ή να εστιάσουν σε συνεργασίες που παρέχουν ενσωματωμένη χρηματοδότηση και υπηρεσίες που είναι ευρύτερες από τα παραδοσιακά τραπεζικά προϊόντα.
5) Δημιουργία μιας νέας χρηματοπιστωτικής υποδομής
Έπονται ριζικές αλλαγές στην υποκείμενη χρηματοπιστωτική υποδομή της Ευρώπης. Τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (CBDC) είναι υπό δημιουργία, ως αποτέλεσμα ανησυχιών που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές και νομισματικές πολιτικές. Η πιθανή μετακίνηση ενός ποσοστού καταθέσεων 20% σε CBDC, βάζει σε ρίσκο για τις τράπεζες έσοδα από 10 έως 25 δις. ευρώ. Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να υιοθετήσει μια συνεργατική προσέγγιση με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να εντοπίσει και προτείνει συστημικές βελτιώσεις. Επιπλέον, ήδη παρακολουθούμε μια σειρά πρωτοβουλιών στον χώρο των πληρωμών και της αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος, ενώ οι περαιτέρω προσπάθειες εξορθολογισμού του κόστους και του επιχειρησιακού μοντέλου, θα δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικές και ελαστικές υποδομές.