Λίθιον, Κοβάλτιο, Γραφίτης, Νικέλιο, Μαγγάνιο, είναι μερικά από τα μέταλλα που αν και υπάρχουν σε αφθονία κάτω από το κέλυφος της Γής, απέκτησαν τα τελευταία χρόνια στρατηγική σημασία, λόγω της ανάγκης των στην σύγχρονη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας.
Γράφει ο Νίκος Μπάρδης, πρώην Διευθ. VEOLIA, πρώην Διευθ. Συμβούλου ΕΥΔΑΠ
Η εκμετάλευση αυτών, είναι στα χέρια ορισμένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων.
Γιά να γίνει κατανοητό, πρέπει να διαχωριστούν οι παραγωγοί των μεταλλευμάτων, δηλαδή αυτοί που έχουν τα ορυχεία, από αυτούς που τα επεξεργάζονται και τα μεταμορφώνουν σε εκμεταλλεύσιμες ύλες.
Η γεωπολιτική των ορυκτών μεταλλευμάτων, στις αρχές του 21ου αιώνα, ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα, γιατί είναι η χώρα που ελέγχει το τελικό στάδιο επεξεργασίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Κοβάλτιο.
Αν και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), είναι μακράν ο πρώτος παραγωγός με 72% της παγκόσμιας εξόρυξης, η Κίνα επεξεργάζεται το 64%, στις πολυάριθμες βιομηχανικές μονάδες της.
Η Βόρεια Ευρώπη, που έχει παράδοση στον τομέα των ορυχείων, θα μπορούσε να βοηθήσει την ΕΕ, ως προς την απεξάρτησή της από τους Αφρικανό-Ασιάτες προμηθευτές της.
Σε αυτήν την κατηγορία είναι η Φινλανδία, δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, με 11% επεξεργασμένου Κοβαλτίου, όλο και περισσότερο απαραίτητο στις μπαταρίες. Μεταξύ του 2012 και του 2019, η ζήτηση γι’αυτήν την χρήση, αυξήθηκε από το 38% στο 58%, επηρεάζοντας προφανώς την άνοδο της τιμής του.
Τα ίδια ισχύουν για το Λίθιον, το οποίον χρησιμοποιείται επίσης για τις μπαταρίες: η ζήτηση από 20% το 2008, έφθασε στο 56% σήμερα.
Εδώ είναι και πάλι η Κίνα, η οποία έχει τον έλεγχο της επεξεργασίας και εκμετάλλευσης του Λιθίου (23% της εξόρυξης, 80% της χημικής επεξεργασίας), ενώ κατασκευάζει ανόδους και καθόδους (66%) και μπαταρίες (73%).
Όσο για το Νικέλιο, μέταλλο που αντικαθιστά το Κοβάλτιο στις μπαταρίες, η Κίνα ελέγχει και σε αυτό, την τελική παραγωγή, έστω και αν δεν διαθέτει δικά της ορυχεία.
Πρόκειται για «Έκρηξη», όπως χαρακτηρίζουν οι ειδικοί, την αύξηση των τιμών πολλών ορυκτών και μετάλλων, τους τελευταίους μήνες.
Η τιμή του Λιθίου διπλασιάστηκε από τον Νοέμβριο, για να φτάσει στα 12.000 δολάρια τον τόνο σήμερα. Τα ίδια ισχύουν για το Κοβάλτιο, η τιμή του οποίου αυξήθηκε κατά 50%, στα 52.000 δολάρια ο τόνος, καθώς και για το Νικέλιο.
Η επανεκκίνηση των Ασιατικών οικονομιών, με πρώτη αυτή της Κίνας αποτελούν μια εξήγηση για την σπέκουλα.
Αλλά μακροπρόθεσμα, οι επενδυτές και οι ειδικοί είναι βέβαιοι, ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, γιατί ο Χαλκός, το Κοβάλτιο, το Νικέλιο, το Λίθιον, ο Γραφίτης και το Αλουμίνιο είναι έξη μέταλλα απαραίτητα για την κατασκευή μπαταριών, κινητήρων ή ακόμα των σωμάτων των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Ο ανταγωνισμός, για την εξασφάλιση διαχρονικά των υλών αυτών, είναι πιό άγριος από ποτέ.
Μερικά άλλα ορυκτά, λιγότερο γνωστά, όπως το Σελήνιον, το Γάλλιον, το Ίντιον, είναι επίσης περιζήτητα, λόγω της αναγκαιότητας τους για την κατασκευή ηλιακών πάνελ, καθώς και ανεμογεννητριών.
Σε αυτά προστίθενται οι Σπάνιες Γαίες, δηλαδή η οικογένεια των δεκαεπτά μετάλλων με μαγνητικές ιδιότητες, απολύτως απαραίτητα στους μαγνήτες των ηλεκτροκινητήρων.
Στο άμεσο μέλλον, η ζήτηση αυτών των στρατηγικών μετάλλων, θα εκραγεί. Σύμφωνα με το Bloomberg, από τώρα μέχρι το 2030 (δηλαδή αύριο στην επενδυτική κλίμακα) οι ανάγκες της βιομηχανίας Νικελίου και Αλουμινίου θα πολλαπλασιαστούν επί 14, ενώ του Χαλκού και του Γραφίτη θα δεκαπλασιαστούν.
Αν δεν ανοίξουν καινούργια ορυχεία, το 2030, θα υπάρξει έλλειψη Χαλκού σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά 20%, καθώς και έλλειψη Κοβαλτίου άνω των 15% και του Νικελίου περίπου 10%, σύμφωνα με μελέτη της Wood Mackenzie.
Το θέμα έχει κινητοποιήσει τον Λευκό Οίκο.
Ο Πρόεδρος Joe Biden, ζήτησε μια ανασκόπηση της αλυσίδας προμήθειας κρίσιμων υλών, όπως το Λίθιον, καθότι πιστεύει ότι η εξάρτηση από το εξωτερικό, καθιστούν την χώρα «στρατηγικά ευάλωτη».
Γι’ αυτόν τον λόγο η εταιρεία Piedmont Lithium, ετοιμάζεται να ανοίξει το πρώτο ορυχείο των ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες, στην Βόρεια Καρολίνα.
Ταυτόχρονα γίνονται έρευνες στην Νεβάδα (όπου η Tesla σχεδιάζει παραγωγή), στην Καλιφόρνια και στο Αρκάνσας. Οι ΗΠΑ διαθέτουν τεράστια αποθέματα, αλλά παράγουν μόνο το 1% Λιθίου παγκοσμίως.
Στην Ευρώπη, όπου η εξάρτηση από την Κίνα, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, είναι τεράστια (75% με 100% αναλόγως με τα μέταλλα), έχει κυρυχθεί συναγερμός.
Οι Υπουργοί Οικονομικών της Γαλλίας Bruno Le Marie και της Γερμανίας Peter Altmaier, μαζί με τους Επιτρόπους Marks Sefcovic και Thierry Breton, στις 12 Μαρτίου, με αφορμή την συνάντηση με θέμα «η Συμμαχία των Συσσωρευτών (μπαταρίες)», έδειξαν ανήσυχοι για το θέμα αυτό:
«Είναι απολύτως αναγκαίο, να εξασφαλίσουμε πρώτες ύλες, όπως το Λίθιον, τον Γραφίτη ή το Νικέλιο, πρέπει να είμαστε ανεξάρτητοι, αυτόνομοι. Έχουμε υποχρέωση να αναπτύξουμε τις δικές μας δυνατότητες επεξεργασίας αυτών των ορυκτών» είπε ο Γάλλος Υπουργός.
Ένα μέρος των δισεκατομμυρίων της ΕΚΤ για την επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής οικονομίας, θα επενδυθούν σε τέτοιες δραστηριότητες.
Το θέμα απασχολεί την ΕΕ από το 2011. Από τότε, κάθε τρία χρόνια, οι ειδικοί παρουσιάζουν μια μελέτη σχετικά με τις κρίσιμες ύλες (δηλαδή αυτές που κινδυνεύουν με έλλειψη). Στην τελευταία έκδοση τον περασμένο Σεπτέμβριο, από 83 ορυκτά που μελετήθηκαν, 30 χαρακτηρίστηκαν κρίσιμα. Ο Βωξίτης, το Λίθιον, το Τιτάνιον και το Στρόντιο προστέθηκαν στην λίστα, ενώ το Νικέλιο είναι σε οριακή θέση. Αντίθετα ο Χαλκός, του οποίου η ανάγκη είναι τεράστια, θεωρείται σε επάρκεια, λόγω του πλουραλισμού των πηγών του.
Οι Σπάνιες Γαίες (η Ευρώπη εισάγει το 98% από την Κίνα), είναι ανησυχητικό θέμα. Αυτή η οικογένεια μετάλλων, χρησιμοποιείται από τις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και οικολογικής εξέλιξης. Βρίσκουμε 1 με 2 κιλά στον κινητήρα ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου και 3 τόνους σε μια αιολική γεννήτρια offshore των 5 MW.
Η Ευρώπη έχει αρκετά ορυκτά αποθέματα στο υπέδαφός της.
Η Σκανδιναβία διαθέτει Γεράνιο, η Πορτογαλία Λίθιον, η Γαλλία Βολφράμιο, ενώ στην Νέα Καλιδονία (Γαλλική επικράτεια) υπάρχει Νικέλιο.
Η εύλογη ερώτηση είναι αν θα ήταν προτιμότερο η Ευρώπη να παράγει και να επεξεργάζεται μόνη της τα ορυκτά αυτά. Όμως τα εμπόδια από τους οικολογικού χαρακτήρα κανονισμούς, καθώς και από τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, το αποτρέπουν. Χρειάζεται τουλάχιστον μια δεκαετία για να επιτραπεί η λειτουργία ενός ορυχείου στην Ευρώπη, αντίθετα με την Ασία και την Αφρική, όπου οι άδειες δίνονται ευκολότερα.
Μια σοβαρή λύση θα μπορούσε να είναι η ανακύκλωση, η οποία με την οικονομική στήριξη των σχετικών προγραμμάτων της ΕΕ, θα μπορούσε να καλύψει περίπου το 10% των αναγκών. Είναι καλό, πλην όμως ανεπαρκές.
Εξ ου και οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, προτείνουν η Ευρώπη να αναπτύξει σχέσεις εκτός των συνόρων της, χρηματοδοτώντας και δημιουργώντας γιγαντιαίες γεωλογικές και μεταλλευτικές μονάδες εξόρυξης, σε συνεργασία με τις τοπικές κυβερνήσεις και τους οικονομικούς παράγοντες κάθε χώρας.
Μια τέτοια πρωτοβουλία προϋποθέτει «ενεργή διπλωματία και χρηματοδότηση».
Αυτό είναι πλήρως κατανοητό.
Αν όμως δεν επιταχυνθούν οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτήν, οι κερδισμένοι θα είναι η Κίνα και οι εταιρείες εκμετάλλευσης των ορυχείων, που εξασφαλίζουν την χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος.