Η ερχόμενη Πέμπτη (16/06) χαρακτηρίζεται ως κομβική, αφού εκείνη την ημέρα, το Eurogroup πρόκειται να… ανάψει το «πράσινο φως» για την έξοδο της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Η έγκριση της διαδικασίας σηματοδοτεί και το οριστικό τέλος της μνημονιακής περιόδου για την Ελλάδα.
Η έξοδος από την εποπτεία δε σημαίνει ότι θα σταματήσει η παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καθώς αυτή θα συνεχισθεί έως το 2059, ήτοι έως ότου η χώρα εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε στο πλαίσιο των μνημονίων.
Όμως, η οικονομία θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, όμοιο με αυτό που ακολουθείται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία, ενώ θα πραγματοποιείται μία αξιολόγηση της πορείας της ανά εξάμηνο, αντί ανά τρίμηνο που ίσχυε έως σήμερα.
Η ευρωπαϊκή έγκριση για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία θα ενεργοποιήσει και την εκταμίευση δόσης ύψους 748 εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, ωστόσο, θα οριστικοποιηθεί και ο «οδικός χάρτης» των προαπαιτούμενων, που θα πρέπει να υλοποιηθούν σε δύο φάσεις, μία έως τον Αύγουστο και μία ώς το τέλος Οκτωβρίου.
Σε πρώτη φάση, βασικό ζήτημα θεωρείται η δέσμευση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες και θα υπάρξει καταγραφή της προόδου στο σκέλος των νοσοκομειακών δαπανών και τα κονδύλια που δεν έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό και σχετίζονται με το αυξημένο κόστος της ενέργειας.
Η δεύτερη φάση, η οποία συνδέεται επίσης με μία δόση ύψους περίπου 750.000.000€ (εκκρεμεί από το πρώτο εξάμηνο του 2019 λόγω των εκλογών, και αναμένεται να αποδεσμευθεί από το επερχόμενο συνέδριο του Δεκεμβρίου), θα αποτελεί και την πρώτη σε καθεστώς «μετά προγραμματικής εποπτείας», ήτοι στο καθεστώς που ισχύει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου και αφορά όλα τα κράτη – μέλη που βρίσκονταν σε καθεστώς μνημονίων.
Για την αξιολόγηση του φθινοπώρου, έχει καταρτιστεί κατάλογος με 22 σημεία, τα οποία αφορούν ό,τι έχει απομείνει από τις παλαιότερες δεσμεύσεις.
Περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, η πρόοδος στην επιστροφή φαρμακευτικών δαπανών στο Δημόσιο, το σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ο φορέας ακινήτων, το κτηματολόγιο και οι δασικοί χάρτες και οκτώ κινήσεις στο «μέτωπο» των ιδιωτικοποιήσεων.
«Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία αναμένεται να λειτουργήσει θετικά και προς την κατεύθυνση αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας», σύμφωνα με παράγοντες του οικονομικού επιτελείου.
Η χώρα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων από τους πιστοληπτικούς οίκους και χρειάζεται την επενδυτική βαθμίδα από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης για να συμμετέχει στα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ.
Στόχος, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά σε μία περίοδο ανόδου του κόστους δανεισμού.
«Από τη στιγμή που δεν είμαστε σε επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα επηρεάζεται περισσότερο από κρίσεις, οι οποίες υπάρχουν και έχουν επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού αυτών.
Άρα η Ελλάδα, πέρα και πάνω από τους όποιους δημοσιονομικούς κανόνες, οφείλει να είναι πάρα πολύ προσεκτική στα δημόσια οικονομικά της, διότι όσο αυξάνεται το κόστος δανεισμού, τόσο αυτό μετακυλείται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις», έχει αναφέρει ο Χρήστος Σταϊκούρας.
Κατά αυτόν τον τρόπο, ο Υπουργός Οικονομικών δίνει το «σήμα» μίας συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής, που δε θα θέτει σε κίνδυνο τόσο τη μείωση του χρέους, όσο και την επίτευξη του στόχου για επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, όπως περιγράφεται και στο πρόγραμμα σταθερότητας.
Αυτό, άλλωστε, σημειώνεται και στην έκθεση για το ευρωπαϊκό εξάμηνο: τα κράτη – μέλη με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν μία συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας.
Για την περίοδο μετά το 2023, οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μία δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη της σταδιακής μείωσης του χρέους και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω της σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.