Στις επιχειρηματικές ιστορίες οι επιστροφές είναι ίσως το πιο δύσκολο κεφάλαιο – ειδικά όταν προηγείται μια συντριπτική χρεοκοπία ή ένα οικονομικό σκάνδαλο.

Στην Ελλάδα, όπου η τέχνη της αυτο-επανεφεύρεσης απέκτησε ουσιαστικό νόημα, κυρίως μετά τη δεκαετή κρίση, οι περιπτώσεις –τουλάχιστον των πιο προβεβλημένων επιχειρηματιών– που κατάφεραν να αποτινάξουν τη βαριά σκιά της αποτυχίας ή των παρελθοντικών λανθασμένων χειρισμών και να αναγεννηθούν επαγγελματικά, παραμένουν, ενδεχομένως, μετρημένες στα δάχτυλα. Ο Σάμι Φάις μπορεί να θεωρηθεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης.

Aπό τη χρυσή εποχή των ’80s και των ’90s, στην απότομη προσγείωση στις αρχές του 2000, και από την περίοδο της απομόνωσης στην πλήρη επάνοδο στο προσκήνιο, η πορεία του κ. Φάις είναι γεμάτη από ανατροπές και δεύτερες ευκαιρίες.

Η πρόσφατη έναρξη της διαδικασίας για την εισαγωγή του ομίλου Φάις, του οποίου ηγείται σήμερα, στο ελληνικό χρηματιστήριο ενδέχεται να σηματοδοτεί τη δεύτερη πράξη ενός έργου που είχε μείνει ανολοκλήρωτο πριν από περίπου 18 χρόνια. Ηταν το 2007 όταν προχώρησε στην πώληση του εισηγμένου ομίλου Elmec Sport, με τον οποίο είχε συνδέσει το πρώτο μεγάλο μέρος της καριέρας του.

Στον κ. Φάις, αν και προέρχεται από οικογένεια με επιχειρηματικές καταβολές, καθώς ο πατέρας του δημιούργησε μια επιχείρηση με ηλεκτρολογικό υλικό, θα μπορούσε να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του αυτοδημιούργητου. Από πολύ νωρίς επέλεξε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, και το 1977, σε ηλικία μόλις 19 ετών, έπεισε τα στελέχη μιας ανερχόμενης τότε αμερικανικής εταιρείας αθλητικών παπουτσιών να τα εισάγει στην ελληνική αγορά. Η εταιρεία αυτή δεν ήταν άλλη από τη Nike.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά τις σπουδές του στις ΗΠΑ και με ένα ισχυρό συμβόλαιο στις αποσκευές του, ξεκινάει την εμπορική δραστηριότητα με μια αποθήκη στις Τρεις Γέφυρες, ένα μικρό κατάστημα στο Κολωνάκι και έναν υπάλληλο. Στα χρόνια που ακολουθούν το brand της Nike γνωρίζει ιδιαίτερη απήχηση στο εγχώριο καταναλωτικό κοινό και κάπως έτσι οδηγείται στη δημιουργία της Elmec Sport, η οποία στις αρχές του 1991 περνάει την πόρτα του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Σταδιακά η εισηγμένη μετατρέπεται σε έναν δυνατό παίκτη στον χώρο της λιανικής, χτίζοντας ένα χαρτοφυλάκιο με γνωστές μάρκες του εξωτερικού, ενώ παράλληλα αναλαμβάνει και την αντιπροσωπεία της Harley Davidson. Μια κίνηση που ενσωμάτωνε τη διαχρονική του αγάπη για τις μηχανές αλλά και τα γρήγορα αυτοκίνητα.

Παράλληλα επεκτείνει το αποτύπωμά του μέσα από το εγχείρημα του Factory Outlet, αποκτά πλειοψηφικό μερίδιο στα πολυκαταστήματα Attica επί της οδού Πανεπιστημίου και εξαγοράζει το κτίριο που φιλοξενούσε το ιστορικό Μινιόν στην Ομόνοια με στόχο την αναβίωσή του.

Fais Group: Η δημόσια προσφορά ολοκληρώθηκε με επιτυχία, υπερκαλύφθηκε 1,5 φορά

Η εντυπωσιακή πορεία της εταιρείας και η κυριαρχία του κ. Φάις στον χώρο του retail δεν προμήνυαν ούτε στο ελάχιστο την καταιγίδα που θα ερχόταν αργότερα. Στην εκπνοή της δεκαετίας του 1990 η χρηματιστηριακή φούσκα σκάει με εκκωφαντικό θόρυβο και σε αυτό το κλίμα ο Σάμι Φάις βρέθηκε αντιμέτωπος –μαζί με τον Βασίλη Ζούλοβιτς, πρόεδρο της Eskimo, και τη χρηματιστηριακή εταιρεία Τέλεσις– με κατηγορίες περί χειραγώγησης της μετοχής της εταιρείας Μακεδονικά Κλωστήρια (ΜΑΚΛΩ), στην οποία είχε εμπλακεί ως μέτοχος.

Προφυλακίστηκε για περίπου δύο μήνες το 2001, ενώ η περιπέτειά του με τη Δικαιοσύνη έληξε όταν αθωώθηκε με βούλευμα μέσω του οποίου δεν του αποδόθηκαν κατηγορίες. Η σκοτεινή αυτή περίοδος τον ώθησε να αποσυρθεί τόσο από τη δημόσια σφαίρα όσο και από την επιχειρηματική δράση.

Η πώληση της Elmec Sport στον όμιλο Λασκαρίδη το 2007 έναντι 84 εκατ. ευρώ φάνταζε τότε μονόδρομος. Δύο χρόνια αργότερα η Elmec περνάει στην ιδιοκτησία της οικογένειας Κουτσολιούτσου και του εισηγμένου ομίλου Folli Follie, κλείνοντας διαπαντός τον κύκλο της ξεχωριστής οντότητας στο χρηματιστηριακό ταμπλό.

Ο Σάμι Φάις επέλεξε να κάνει την επανεμφάνισή του το 2013 εν μέσω οικονομικής κρίσης, όταν αρκετά γνωστά ονόματα του λιανεμπορίου έβαζαν λουκέτο το ένα μετά το άλλο ή μαράζωναν.

Ο χρόνος που ακολούθησε, μακριά από τα φώτα, φαίνεται πως λειτούργησε υπέρ του Σάμι Φάις, ο οποίος προετοίμαζε μεθοδικά την επιστροφή του. Αλλωστε, όπως συνηθίζει να λέει και ο ίδιος, ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος της βιασύνης.

Πέρα, όμως, από τον χρόνο, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε και ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Φάις διαχειρίστηκε την περιπέτειά του. Δεν επιχείρησε να κρυφτεί, ούτε να αποσιωπήσει το παρελθόν. Αντιθέτως αντιμετώπισε το ζήτημα χωρίς περιστροφές, όπως διατείνονται κύκλοι της αγοράς. Μια αγορά η οποία στην αρχή τον είδε με κάποια επιφυλακτικότητα. Ακόμη και τώρα, όταν τον ρωτούν για την υπόθεση των Μακεδονικών Κλωστηρίων, απαντάει ανοιχτά υπερασπιζόμενος σταθερά την αθωότητά του.

Περιμένοντας, λοιπόν, στο περιθώριο την κατάλληλη ευκαιρία, επέλεξε να κάνει την επανεμφάνισή του το 2013 εν μέσω οικονομικής κρίσης, όταν αρκετά γνωστά ονόματα του λιανεμπορίου, που κάποτε μεσουρανούσαν, έβαζαν «λουκέτο» το ένα μετά το άλλο ή μαράζωναν.

Παραμένοντας στα γνώριμα ύδατα των αθλητικών ειδών, πήρε την αντιπροσωπεία της Puma για την Ελλάδα, η οποία προηγουμένως είχε περάσει διά πυρός και σιδήρου λόγω της δικαστικής διαμάχης της γερμανικής μητρικής με τους πρώην συνεργάτες της, τα αδέλφια Γλου.

Από εκεί και πέρα, με όχημα τον όμιλο Φάις ήταν σαν να ξεκινούσε από εκεί όπου τα άφησε. Προσθέτει νέα εμπορικά σήματα στο πορτφόλιο του ομίλου, το οποίο σήμερα αριθμεί πάνω από 100 διεθνή brands, μεταξύ των οποίων τα Under Armour, Kiko Milano, Michael Kors, Levi’s και Mango.

Στο μεταξύ, το 2017 ο όμιλος Φάις προχώρησε και στην εξαγορά της ιστορικής αλυσίδας υποδημάτων «Καλογήρου» από την οικογένεια Λεμονή, τη στιγμή που η επιχείρηση βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας, δίνοντας εκ νέου προοπτική σε ένα brand το οποίο μετράει περισσότερα από 100 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά.

Στόχος η άντληση 60 εκατ. ευρώ

Στις 27 Μαρτίου του 2025, ο ήχος από το καμπανάκι του Χρηματιστηρίου δεν υποδηλώνει απλώς μια νέα αρχή για τον όμιλο Φάις. Επισφραγίζει και την οριστική επιστροφή του επιχειρηματία στην ελίτ των ισχυρότερων εταιρειών της χώρας. Μέσα από την εισαγωγή, στοχεύει στην άντληση κεφαλαίων ύψους 60 εκατ. ευρώ, προσφέροντας το 25% των μετοχών του στο επενδυτικό κοινό.

Η πλειονότητα των κεφαλαίων προβλέπεται να κατευθυνθεί στην ενίσχυση της ανάπτυξης της Kiko Milano, η οποία αποτελεί τη ναυαρχίδα της δραστηριότητας στα καλλυντικά, ενώ ένα επιπλέον ποσό θα χρησιμοποιηθεί για την εξυγίανση και μείωση του κόστους δανεισμού.

Με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 200 εκατ. ευρώ το 2024 και με τα EBITDA να ανέρχονται στα 40 εκατ. ευρώ, η πορεία για την τρέχουσα χρονιά προδιαγράφεται εξίσου θετική, με τον τζίρο να αναμένεται να αυξηθεί κατά 8% και τα καθαρά κέρδη να διαμορφωθούν σε περίπου 22 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, με μια σειρά από στρατηγικές τοποθετήσεις στον τομέα του real estate, ο κ. Φάις τροφοδότησε την γκάμα των ακινήτων του με επενδύσεις, που θα ζήλευε ακόμη και μια… ΑΕΕΑΠ.

Διαβάστε ακόμη: