Σύμφωνα με το CNN, όσο χαρούμενοι και αν είναι οι Ευρωπαίοι αποχαιρετώντας επιτέλους το 2020, δεν θα πρέπει να περιμένουν πολύ πιο ευχάριστες εξελίξεις ούτε από τη νέα χρονιά.
Κοροναϊός, Brexit και οι διεθνείς πολιτικές εντάσεις που χαρακτήρισαν τη χρονιά που πέρασε, έχουν δονήσει την ήπειρο και έχουν επιδεινώσει τα προβλήματα που ήδη ταλαιπωρούσαν επί χρόνια την ΕΕ.
Όμως αυτά τα προβλήματα δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας με την έλευση της νέας χρονιάς.
Χωρίς την πανδημία, τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του Brexit, αλλά και χωρίς την ύπαρξη ενός αμερικανού προέδρου με τόσο έντονη αντιπάθεια προς την ΕΕ όσο ο Ντόναλντ Τραμπ, οι Βρυξέλλες ίσως βρουν επιτέλους το περιθώριο να αντιμετωπίσουν ζητήματα που υπονομεύουν την ένωση επί σειρά ετών. Η διαδικασία αυτή, όμως, δεν θα είναι εύκολη.
Σε κάποιο βαθμό, οι κρίσεις του 2020 κατάφεραν να αποκρύψουν, σύμφωνα με το CNN, την επικίνδυνη απουσία ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι φιλοδοξίες των Βρυξελλών για μεγαλύτερη ενοποίηση που θα μπορούσε να αναδείξει την ΕΕ σε ανεξάρτητη παγκόσμια δύναμη, βρίσκουν αντίσταση εξαιτίας ενός εύρους ζητημάτων, που αφορούν την εσωτερική συμμόρφωση στους κοινούς νόμους, αλλά και τη συντονισμένη στάση απέναντι στην Κίνα.
Η συμμόρφωση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία ίσως είναι το πιο επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ένωση.
Μετά από μήνες επώδυνων διαπραγματεύσεων, τα κράτη-μέλη κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό και ένα πακέτο ανάκαμψης από τον κοροναϊό που συνολικά άγγιξαν σχεδόν τα $2 τρισ. Τα κράτη που δέχτηκαν το ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία, έχουν απελπιστική ανάγκη για αυτά τα κονδύλια.
Ωστόσο, δύο κράτη-μέλη πέρασαν μεγάλο διάστημα του 2020 αντιστεκόμενα στη διανομή αυτών των κονδυλίων. Ήταν η Ουγγαρία και η Πολωνία.
Οι κυβερνήσεις του Βίκτορ Ορμπάν και του Ματέους Μοραβίκι πρόβαλαν ενστάσεις στη σύνδεση των κονδυλίων με τη συμμόρφωση προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία, πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη από τη στιγμή που και για τις δύο χώρες διενεργούνται έρευνες για παραβιάσεις σε επίπεδο ΕΕ. Οι κατηγορίες για τις δύο χώρες συμπεριλαμβάνουν την «φίμωση» των επικριτικών φωνών προς τις κυβερνήσεις, αλλά και την υπονόμευση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, έχουν εγερθεί ανησυχίες και για τη χρήση μέτρων έκτακτης ανάγκης σε μεγάλο αριθμό κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, που περιστέλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
Η κίνηση των Βρυξελλών να επιχειρήσει να συνδέσει τα κονδύλια με το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν αναμενόμενη, αφού θα μπορούσε να εκβιάσει τα κράτη-μέλη σε συμμόρφωση.
Δυστυχώς, αυτή η προσπάθεια στη διάρκεια μιας πανδημίας και μιας ύφεσης που προέκυψε ως αποτέλεσμά της, ενίσχυσε τη δύναμη του βέτο που έχει δικαίωμα να ασκήσει κάθε κράτος-μέλος.
Στην προκειμένη περίπτωση, η άρνηση της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας τελικά οδήγησε σε συμβιβασμό τους με τις Βρυξέλλες, με τις δύο πλευρές να προχωρούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Κοιτάζοντας την κατάσταση απ’ έξω, αυτό συνεπάγεται ότι η ΕΕ παραιτήθηκε από μια από τις βασικές αρχές της.
«Ίσως η Ουγγαρία και η Πολωνία να είναι οι πιο ακραίες περιπτώσεις. Όμως πολλά άλλα κράτη έχουν προχωρήσει σε μείωση των πολιτικών ελευθεριών στη διάρκεια των τελευταίων ετών», υποστηρίζει μιλώντας στο CNN, ο Jakub Jaraczewski, νομικός αξιωματούχος της Democracy Reporting International.
«Η σύνδεση της νομοθεσίας με τα χρήματα της ΕΕ δεν είναι κακή ιδέα από μόνη της», εξηγεί. «Όμως αν περισσότερα από ένα κράτη πιέζουν τα όρια, περιστέλλοντας συγκεκριμένες ελευθερίες και υπονομεύοντας δικαστές, είναι αναπόφευκτο ότι αυτά τα κράτη θα καταλήξουν να στηρίζουν το ένα το άλλο σε επίπεδο ΕΕ, υπονομεύοντας ολόκληρη την προσπάθεια».
Αρκετές επιδραστικές φωνές των Βρυξελλών έχουν προτείνει στο παρελθόν την έγκριση των κονδυλίων… χωρίς Ουγγαρία και Πολωνία, δηλαδή στη μετατόπιση από την Ευρώπη των 27 στην Ευρώπη των 25. Όμως αυτή η προσέγγιση απειλούσε να φέρει στην επιφάνεια άλλη μια επικίνδυνη διαφωνία εντός της ΕΕ: Πόσο… ενωμένη θα πρέπει, τελικά, να είναι ένωση;
Πριν το Brexit, δεν ήταν μόνο η Βρετανία που εκδήλωνε την επιθυμία αποχώρησης από την ΕΕ. Τέσσερα χρόνια μετά, όμως, τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα δεν πιέζουν πλέον για αποχώρηση από την ένωση. Αντ’ αυτού, επιδιώκουν να κυριαρχήσουν σε αυτή.
«Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή τη στιγμή το εκλογικό σώμα μας δεν αναζητά μια έξοδο από την ΕΕ, επομένως αντί για αυτό στοχεύουμε στην οικοδόμηση αρκετής υποστήριξης προς τους Ευρωσκεπτικιστές προκειμένου να αποφύγουμε τη διαφαινόμενη καταστροφή της περαιτέρω ενότητας», δήλωσε ο Gunnar Beck, ευρωβουλευτής του ακροδεξιού γερμανικού κόμματος AfD.
Ο Beck πιστεύει ότι το ευρωσκεπτικιστικό κίνημα θα μπορούσε να αναπτυχθεί, ακόμη και αν επιτευχθεί η επιστροφή στην κανονικότητα με το τέλος του Brexit και την εκλογή του Τζο Μπάιντεν που σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζει την ένωση.
«Η ΕΕ βρίσκεται σε διαρκή κρίση από το 2010 και δεν έχει επιλύσει κανένα από τα προβλήματα που προκάλεσαν αυτές οι κρίσεις, είτε επρόκειτο για την κρίση της ευρωζώνης, την προσφυγική κρίση ή την τωρινή κρίση του κοροναϊού», υποστηρίζει.
Το 2021 θα φέρει πολλές ευκαιρίες που θα τον επιβεβαιώσουν ή θα τον διαψεύσουν.
Αρκετά κράτη-μέλη πρόκειται να πραγματοποιήσουν εκλογές, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ολλανδίας, δύο εκ των πιο επιδραστικών κρατών στις Βρυξέλλες. Και οι δύο χώρες διακρίνονται από ισχυρά ευρωσκεπτικιστικά λαϊκιστικά κινήματα. Το AfD είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στη Γερμανία, ενώ στην Ολλανδία ο Geert Wilders –ένας άνδρας που περιγράφεται συχνά ως «Ολλανδός Τραμπ»- θα υπερασπιστεί τη θέση του ως ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης.
Ο φόβος των… ευρώφιλων δεν είναι ότι τα συγκεκριμένα κόμματα θα εκλεγούν ως κυβερνήσεις, αλλά ότι θα τρομάξουν τους mainstream πολιτικούς αρκετά, ώστε να καταλήξουν να οικειοποιούνται τη ρητορική των λαϊκιστών. Αυτό, όπως γνωρίζουν καλά, συνέβη και στη Βρετανία, όταν ο Νάιτζελ Φαράζ άσκησε τόσο μεγάλη πίεση στους Συντηρητικούς, ώστε εκείνοι να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να καλέσουν σε δημοψήφισμα, αναφέρει το CNN.
Αυτός ο φόβος δεν είναι καινούργιος για την Ολλανδία. Ο πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, προκάλεσε αντιδράσεις στις εκλογές του 2017, με μια ανοιχτή επιστολή στην οποία επέκρινε το Ισλάμ και τη μετανάστευση. Το 2020, ο Ρούτε ήταν επικριτικός και απέναντι στα σχέδια των ευρωπαϊκών δαπανών, απαιτώντας τα χρήματα να μην σπαταληθούν –μια ασυνήθιστη κίνηση για έναν ευρωπαίο φιλελεύθερο, όπως τονίζει το CNN.
«Η μετατόπιση του Ρούτε προς τα δεξιά μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο όταν εξετάσει κανείς τον κίνδυνο που προκύπτει από το ενδεχόμενο ο Wilder να του «φάει» ψήφους», σημειώνει η Sarah De Lange του τμήματος πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. «Ο Wilders παραμένει σημαντική δύναμη. Πολλοί προέβλεψαν την πτώση του, όμως εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά δημοφιλής».
Πρόκειται για ένα μοτίβο που συναντάται σε πολλές χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Τσεχίας και της Αυστρίας.
Ακόμη και στις εκλογικές τους ήττες, οι λαϊκιστές μπορούν να κατακτήσουν πολιτικές νίκες.
«Όταν οι λαϊκιστές χάνουν, τα mainstream κόμματα βλέπουν μια ευκαιρία να συγκεντρώσουν αυτές τις ψήφους και να ελέγξουν τους ακροδεξιούς στο εσωτερικό των δικών τους κομμάτων. Όταν εντέλει υιοθετούν ακροδεξιές ιδέες, αυτό φτάνει σε επίπεδο ΕΕ και αλλάζει τη δυναμική στις Βρυξέλλες», εξηγεί η Catherine De Vries, καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου.
Αν και οι λαϊκιστές ενδέχεται να μην περιμένουν να εκλεγούν ούτε στη Γερμανία ούτε στην Ολλανδία στο άμεσο μέλλον, αναγνωρίζουν μια ευκαιρία συνεργασίας με ομόλογούς τους σε άλλα μέρη της Ευρώπης. «Η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία –κανείς από μας δεν θα είναι ο καταλύτης για την αλλαγή, μας έχει γίνει πλύση εγκεφάλου», υποστηρίζει ο ακροδεξιός Beck.
«Όμως αν ρίξεις μια ματιά στους συναδέλφους μας στην κεντρική Ευρώπη που είναι απελευθερωμένοι από τη νεύρωση υπέρ των Βρυξελλών, θα δεις χώρες που είναι πρόθυμες να αντισταθούν στην ΕΕ με ένα τρόπο που δεν θα ήταν ποτέ η Γερμανία», προσθέτει. «Κανένα κράτος δεν έχει ευνουχιστεί τόσο αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την υποστήριξη των συμφερόντων του».
Ο βαθμός στον οποίο τα κράτη-μέλη είναι πρόθυμα να υψώσουν το ανάστημά τους παίζει καίριο ρόλο σε άλλο ένα ζήτημα-κλειδί που θα απασχολήσει τις Βρυξέλλες στη διάρκεια του 2021: Ποια είναι η θέση της ΕΕ στη διεθνή σκηνή;
Η προεδρία Τραμπ ανάγκασε την Ευρώπη να αναθεωρήσει τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι κάποιος που επιθυμούσε τόσο πολύ να ταράξει τις ισορροπίες της Ευρώπης βρισκόταν στο ανώτερο αξίωμα του πιο σημαντικού συμμάχου της ένωσης προφανώς ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό.