Τελικά, η ελληνική οικονομία πάει καλά ή δεν πάει καθόλου καλά;
Επειδή οι πληγές από την προηγούμενη κατάρρευσή της και την είσοδο της χώρας στα καταστροφικά μνημόνια, ακόμα δεν έχουν κλείσει, είναι απολύτως απαραίτητο να βλέπουμε την ωμή πραγματικότητα και την αλήθεια των αριθμών.
Ναι μεν η σημερινή κατάσταση δεν είναι ίδια με την τότε, οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές, αλλά, προσέξτε.
Μπορεί να αποδειχθούν, υπό προϋποθέσεις και χειρότερες, αν η χώρα αγνοήσει την απειλή του δημόσιου χρέους και καλυφθεί πίσω από.
Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, που στηρίζονται στις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, με συνέπεια τα έσοδα από ΦΠΑ και άλλους φόρους να είναι αυξημένα, αλλά το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται σε απόλυτα νούμερα και μάλιστα με ανησυχητικούς ρυθμούς. Αυτό είναι που μετράει στο τέλος.
Και το νούμερο αυτό γράφει σήμερα δημόσιο χρέος 404,7 δισ. ευρώ (+ 30 δισ. ευρώ, σε περίπου 30 μήνες), με τις προοπτικές όχι μείωσής του, αλλά περαιτέρω αύξησής του.
Το να “κρυβόμαστε” πίσω από τη φθίνουσα σχέση χρέους/ΑΕΠ, για τους λόγους που προανέφερα, δεν ωφελεί παρά μόνο εντυπωσιάζει πρόσκαιρα, καθώς το χρέος που αυξάνεται συνεχώς και συσσωρεύεται, αποτελεί τεράστια τροχοπέδη, που ισοπεδώνει οποιεσδήποτε άλλες εποικοδομητικές κινήσεις.
Ο φίλος Ελληνοαμερικανός καθηγητής σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, που ήρθε και φέτος στα πάτρια εδάφη ήταν απόλυτος στις μεταξύ μας συζητήσεις, τα κυριότερα σημεία της οποίας σας μεταφέρω όσο πιο πιστά γίνεται: “Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι αντιπαραγωγική κατ’ ουσίαν.
Στηρίζεται στον τουρισμό που δίνει περί το 20% στο ΑΕΠ, αλλά η τουριστική βιομηχανία δεν βελτιώνει τις υποδομές της, ήδη χάνει από άλλες αναπτυσσόμενες αγορές μερίδια.
Αλλά, υπάρχει, ζει και βασιλεύει η παραοικονομία, που αντιπροσωπεύει πάνω από 25% του ΑΕΠ, ίσως και πολύ περισσότερο για να λέμε την αλήθεια.
Η ελληνική βιομηχανία, πέραν ορισμένων λαμπρών εξαιρέσεων με διεθνή απήχηση, βρίσκεται σε παρατεταμένη φάση συρρίκνωσης, δεν νοείται όπως εσείς ισχυρίζεστε, ως βιομηχανία, μία εταιρεία εμπορίας ενός λογισμικού, ακόμα και αν είναι δικό της ή τροποποιημένο.
Οι ξένες επενδύσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα, εκτός αν κάτι μου διαφεύγει, αποτελούν κυρίως επενδύσεις κεφαλαίου επί κεφαλαίου (π.χ. μετοχών) που ζητά υπεραξίες.
Δεν φεύγουν την επόμενη ημέρα, αλλά κάποια στιγμή θα φύγουν είτε σε θετικό κλίμα είτε σε περιόδους διεθνών κρίσεων. Τι θα μείνει μετέπειτα;
Η συγκυρία μέχρι τώρα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη για την Ελλάδα, αλλά έπρεπε να υπάρχει κατεύθυνση των ξένων κεφαλαίων προς παραγωγικές επενδύσεις.
Αυτή η επιλογή, όμως απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό, που ακόμα και αν υπήρχε, στην Ελλάδα τον καταπίνει το ανώριμο πολιτικό σύστημα και η ακύρωση των όποιων θετικών παραλαμβάνει η κάθε επόμενη κυβέρνηση…”.
Αυτά και άλλα πολλά ειπώθηκαν από τον φίλο και κορυφαίο Ελληνοαμερικανό καθηγητή και έχουν τη σημασία τους, πρώτον γιατί εκπορεύονται από άνθρωπο που νοιάζεται για τη χώρα καταγωγής του και τη στηρίζει με τον τρόπο του, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους ομογενείς μας και ξενιτεμένους Έλληνες της διασποράς.
Και δεύτερον, γιατί παρέχει ένα αντικειμενικό προσδιορισμό, του πως βλέπουν οι απέξω την κατάσταση στην Ελλάδα και την πορεία της οικονομίας της. Κύριε καθηγητά μου, ελπίζω να μετέφερα με όση μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούσα ορισμένες μόνο από τις απόψεις σας. Και σε δεύτερο χρόνο, θα αξιοποιήσω πολλά από τα στοιχεία των μακρών συνομιλιών μας.
Σε κάθε περίπτωση, ως χώρα, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν και αναγκαίο, ώστε να μην επαναλάβουμε τα εγκληματικά λάθη και τις ολιγωρίες του παρελθόντος.