Η ξαφνική έξοδος του ερευνητικού πλοίου «Oruc Reis» για σεισμικές εργασίες βόρεια της Κύπρου και η παράλληλη πολεμική ρητορική του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας και τις αξιώσεις της Αγκυρας να χάσει η Ελλάδα την κυριαρχία στη Λέσβο, στη Χίο, στη Σάμο και την Ικαρία επειδή τα νησιά είναι «στρατιωτικοποιημένα», ενεργοποιούν στον μέγιστο βαθμό τα αντανακλαστικά της Αθήνας.
Μετά από μια 15ετία απραξίας, η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιείται και ενισχύει τις παραμέτρους του αποτρεπτικού δόγματος ενάντια στην κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα. Παράλληλα με τη θωράκιση των Ενόπλων Δυνάμεων, κυρίως με την απόκτηση 24 δικινητήριων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale και 3+1 γαλλικών φρεγατών Belharra, που αναμένεται να ενταχθούν στον ελληνικό στόλο από το 2025, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κινείται στοχευμένα στο πολιτικό και διπλωματικό μέτωπο για τη σφυρηλάτηση ισχυρών συμμαχιών.
Μετά την αμυντική συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής της Ελλάδας με τη Γαλλία και την ώρα που το καθεστώς Ερντογάν προσπαθεί απελπισμένα να επουλώσει τις πληγές που έχουν δημιουργηθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις μετά την επιλογή της Αγκυρας να αγοράσει τα ρωσικά αντιαεροπορικά S-400, η Αθήνα προσεγγίζει την Ουάσινγκτον με σκοπό την υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας.
Οι αμερικανικές δεσμεύσεις
Σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες μειώνουν την παρουσία τους σε θερμές περιοχές του πλανήτη υπέρ της αναδιάταξης του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την περιοχή του Ειρηνικού, η Ουάσινγκτον αυξάνει την παρουσία της στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που η Άγκυρα κλιμακώνει τις προκλήσεις της στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Εκ των πραγμάτων, πέραν της δεδομένης αύξησης των αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα για τη βελτίωση των υποδομών που θα φιλοξενούν τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, η Ουάσινγκτον αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην επιτρέψει επίθεση τρίτης χώρας στο έδαφος που φιλοξενεί τόσο σημαντικές βάσεις για τη στρατιωτική της μηχανή.