Η Thames Water, η μεγαλύτερη εταιρεία ύδρευσης του Ηνωμένου Βασιλείου, βρίσκεται αντιμέτωπη με πρόστιμο ύψους 122,7 εκατομμυρίων λιρών λόγω σοβαρών παραβιάσεων στους τομείς της διαχείρισης λυμάτων και των μερισμάτων. Το πρόστιμο, που αποτελεί το υψηλότερο που έχει επιβληθεί ποτέ από την ρυθμιστική αρχή Ofwat, είναι το αποτέλεσμα δύο εκτενών και «εξαιρετικά σύνθετων» ερευνών.

Η Ofwat ανακοίνωσε ότι η εταιρεία θα καταβάλει 104,5 εκατ. στερλίνες για περιβαλλοντικές παραβάσεις και ακόμη 18,2 εκατ. στερλίνες για παραβιάσεις στους κανόνες διανομής μερισμάτων. Η Αρχή διευκρίνισε πως τα πρόστιμα θα πληρωθούν από την ίδια την εταιρεία και τους μετόχους της, όχι από τους πελάτες.

Ανεπάρκειες και περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Η έρευνα αποκάλυψε σοβαρές ανεπάρκειες στον τρόπο με τον οποίο η Thames Water διαχειρίστηκε τα έργα καθαρισμού και το δίκτυο λυμάτων. Σύμφωνα με την Ofwat, πρόκειται για σημαντικές νομικές παραβιάσεις που είχαν «απαράδεκτες» συνέπειες για το περιβάλλον και τους πολίτες. Η υπόθεση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι ιδιωτικοποιημένες εταιρείες ύδρευσης δέχονται αυξημένη κοινωνική κατακραυγή για τις ελλείψεις σε επενδύσεις, την αυξανόμενη ρύπανση και τις υψηλές αμοιβές των στελεχών τους.

Η Thames Water, η οποία εξυπηρετεί 16 εκατομμύρια πελάτες, φέρει ήδη χρέος ύψους περίπου 19 δισ. λιρών. Νωρίτερα φέτος, σώθηκε από την κατάρρευση χάρη σε επιπλέον δανεισμό ύψους 3 δισ. λιρών. Παράλληλα, αύξησε τα τιμολόγια νερού κατά 31% τον Απρίλιο, εντείνοντας τη δημόσια δυσαρέσκεια.

Κατά τη διάρκεια ακρόασης στη Βουλή, στελέχη της εταιρείας προειδοποίησαν ότι η επιβολή υψηλών προστίμων ενδέχεται να αποθαρρύνει νέες επενδύσεις. Η Thames Water βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης και εξετάζει το ενδεχόμενο εξαγοράς από την αμερικανική KKR.

Η Ofwat βρίσκεται επίσης υπό πίεση από την κυβέρνηση ώστε να ενισχύσει την εποπτεία της αγοράς ύδρευσης. Ο διευθύνων σύμβουλος της Αρχής, Ντέιβιντ Μπλακ, δήλωσε ότι «η Thames Water απογοήτευσε τους πολίτες και παραμέλησε το περιβάλλον», επισημαίνοντας τις συστημικές αποτυχίες στις υποδομές και την απουσία επαρκούς σχεδίου αποκατάστασης.

Διαβάστε ακόμη: