Στις προκλήσεις της νέας εποχής, των σύγχρονων πόλεων, της εξέλιξης της οικονομίας και φυσικά, την ύπαρξη των ανθρώπων μέσα σε αυτές τις συνθήκες, επικεντρώθηκε η συζήτηση και οι δράσεις του Thessaloniki Future Thinking Dialogues (TFTD).

Πρόκειται για την τέταρτη έκδοση του συνεδρίου που διοργανώνει το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και ως ολότητα τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.

Ένα από τα κεντρικά θέματα στο 4ο TFTD ήταν οι προκλήσεις στα ζητήματα ασφαλείας και στα δεδομένα που δημιουργούν οι νέες τεχνολογίες, ώστε να βοηθήσουν τόσο στην καλύτερη επικοινωνία των φορέων που μπορούν να επέμβουν και να δώσουν λύσεις στον τομέα αυτό, όσο και στην ανάπτυξη δικλείδων προστασίας από διαδικτυακούς.

Ο διοικητής της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας, Μιχαήλ Μπλέτσας, υπογράμμισε σε διαδικτυακή παρέμβαση του ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι μεν ευέλικτος «και παραγωγικός στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, αλλά το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερο με τις μεσαίες και μικρές εταιρίες, που είναι πολύ μικρότερες από ότι στην Ευρώπη και Αμερική, οπότε εκεί προκύπτει ένα  ζήτημα “κυβερνητικής υγιεινής”».

Επίσης, πρόσθεσε πως «χρειάζεται να τονίζουμε την ανάγκη μέτρων και προβλέψεων για τα ζητήματα κυβερνοασφάλειας. Οι άνθρωποι πολλές φορές δε γνωρίζουν τις επιπτώσεις από τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Στο δημόσιο, ο κάθε τομέας προσπαθεί να ενισχυθεί με κατάρτιση και το ζητούμενο είναι ο κάθε οργανισμός να διατηρεί τα αρχεία του ασφαλή στο cloud του ο καθένας. Πρέπει να είμαστε πολύ στρατηγικοί στο τι, που και γιατί επιτρέπεται κάτι, π.χ. που θα χρησιμοποιούνται κάμερες, συστήματα ελέγχου, κ.α.,  προστατεύοντας πάντα τα δικαιώματα των πολιτών».

Γκιουλέκας: «Η Θεσσαλονίκη έχει την προοπτική να προχωρήσει μπροστά»

Χαιρετισμό στο πλαίσιο της έναρξης του TFTD απηύθυνε και ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης), Κώστας Γκιουλέκας, ο οποίος
χαρακτήρισε τη Θεσσαλονίκη ως «πρωτεύουσα και στρατηγείο» για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων κι αυτό διότι φιλοξενεί το σημαντικότερο λιμάνι της χώρας μετά τον Πειραιά, την Εγνατία Οδό, γεωγραφική εγγύτητα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βαλκανικής, νεανικό πληθυσμό, με έναν από τους χαμηλότερους μέσους όρους ηλικίας πανελλαδικά λόγω των πανεπιστημίων της, αλλά και σημαντική πολιτισμική παρακαταθήκη.

Δήλωσε επιπλέον πως η Θεσσαλονίκη «έχει τις δυνατότητες και τις προοπτικές για να προχωρήσει μπροστά, σε μια περίοδο που οι πόλεις ανά τον κόσμο χρειάζεται να σχεδιάζονται όχι για το 2030, αλλά για το 2050 και το 2070».

Επιστρέφοντας στο πεδίο της τεχνολογίας και της κυβερνοασφάλειας, ο σύμβουλος του τομέα Επιστήμης και Τεχνολογίας του U.S. Department of State, Μάικλ Μασούντα, με τη σειρά του, υπογράμμισε ότι υπάρχει μία συνεχής επικοινωνία μεταξύ του δημοσίου τομέα και της βιομηχανίας, των εταιριών τεχνολογίας, που προτείνουν καινοτόμες λύσεις στο δημόσιο και σημείωσε: «Αυτή η δούναι και λαβείν διαδικασία εξασφαλίζει περισσότερη αξία στην κοινότητα των επιχειρήσεων. Επίσης, η διεθνής συνεργασία μπορεί να μας βοηθήσει στα πρότυπα, η διαλειτουργικότητα είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Εξασφαλίζει γνώσεις και οι κοινωνίες μας μαθαίνουν πώς να το κάνουν αυτό. Εμείς στις ΗΠΑ θέλουμε να μάθουμε και  από τους άλλους και μαζί να πορευτούμε προς τις καλύτερες πόλεις που ενσωματώνουν την τεχνολογία».

Ο καθηγητής Υποδομών, Συστημάτων και Αστικής Καινοτομίας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών, Αεροδιαστημικής και Σχεδιαστικής Μηχανικής, του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, Τέο Τρύφωνας, υπογράμμισε ότι υπάρχουν πολλά πρότυπα για τα θέματα Κυβερνοασφάλειας και επεσήμανε: «Οι δείκτες που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει όμως στην πραγματικότητα, αυτοί οι δείκτες, αναπαριστούν κάτι ευρύτερο. Την εμπιστοσύνη. Να δούμε, αν οι άνθρωποι εμπιστεύονται έναν τόπο που έχει δίκτυα, έχει κάμερες κυκλοφορίας,  κτλ.  Ο καλύτερος δείκτης είναι αυτός της εμπιστοσύνης. Αν το κοιτάξουμε από την άποψη του πολίτη η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του, γιατί πολλές φορές παρερμηνεύονται οι προθέσεις. Στη μεγάλη Βρετανία συνεργάζονται στενά με οι τοπικές αρχές και τα κέντρα ελέγχου αυτών των συστημάτων. Τα συστήματα διαφέρουν πρέπει να σχεδιαστούν κατά περίπτωση. Η παρακολούθηση μέσω καμερών προέκυψε χωρίς να υπάρχει κάποιο εθνικό σχέδιο, αλλά ο κόσμος προσαρμόστηκε, κατάλαβε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ασφάλεια από εγκληματικές πράξεις. Υπήρχε διαφάνεια από την κυβέρνηση, διαβούλευση με τους πολίτες».

Διαβάστε ακόμη: