Αλματώδη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας τα επόμενα 10 χρόνια, με μεγάλο πρόβλημα στην κάλυψη της ανάλογης ζήτησης, προβλέπει ο Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικού Ρεύματος, ο ΑΔΜΗΕ, στο δεκαετές πλάνο του.
Στη μελέτη του ΑΔΜΗΕ παρουσιάζονται αναλυτικά δύο εναλλακτικά σενάρια για την εξέλιξη της συνολικής καθαρής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά την τελευταία 20ετία και η πρόβλεψη αυτής έως το 2032, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το φορτίο άντλησης.
Και τα δύο σενάρια του ΑΔΜΗΕ προβλέπουν άνοδο της ζήτησης σε επίπεδα πάνω από 60 TWh ετησίως.
Η ΤWh (Τεραβατώρα) ισοδυναμεί με 1000 MWh-Μεγαβατώρες, δηλαδή με 1.000.000 κιλοβατώρες.
Ολο αυτό το σκηνικό του ενεργειακού μπουμ στη ζήτηση προκαλεί εύλογο προβληματισμό: «Δύσκολες οι εισαγωγές ρεύματος, αποσύρονται οι λιγνίτες, καθυστερούν οι ΑΠΕ σε αντικατάσταση, πανάκριβο πλέον το φυσικό αέριο, από πού θα βρεθεί το ρεύμα που χρειαζόμαστε στο μεσοδιάστημα και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν εξοντωτικές χρεώσεις;» αναρωτιούνται κορυφαία στελέχη του ΑΔΜΗΕ, ενώ ανάλογοι προβληματισμοί υπάρχουν και σε έμπειρα στελέχη της ΔΕΗ αλλά και σε αναλυτές της ΡΑΕ.
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία φαίνεται ότι η συνολική καθαρή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς (ΕΣΜΗΕ- δηλαδή στην ηπειρωτική χώρα) κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2021 είναι αυξημένη κατά 4,2% έναντι αυτής της αντίστοιχης περιόδου του 2020.
Το 2019 η συνολική καθαρή ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας στο Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς (ΕΣΜΗΕ) ανήλθε σε 52,1 ΤWh, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,24% έναντι του 2018.
Το 2020 χαρακτηρίστηκε από σημαντική μείωση της συνολικής καθαρής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΣΜΗΕ, κατά 4,1% έναντι αυτής του 2019, ως συνεπακόλουθο της περιορισμένης οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας.
Σήμερα όμως, από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2021 συμπεριλαμβάνεται και η ζήτηση της Κρήτης η οποία θα εξυπηρετείται μέσω της μικρής διασύνδεσης, ενώ από το δεύτερο εξάμηνο του 2024, με την ολοκλήρωση της μεγάλης διασύνδεσης, περιλαμβάνεται το σύνολο της ζήτησης της Κρήτης.
Η ζήτηση των υπόλοιπων προς διασύνδεση νησιών λαμβάνεται υπόψη από το πρώτο έτος της πλήρους λειτουργίας της διασύνδεσής τους. Πιο συγκεκριμένα, από το 2025 περιλαμβάνεται και η εκτιμώμενη ζήτηση των Δυτικών Κυκλάδων (4η Φάση της διασύνδεσης των Κυκλάδων), ενώ από το 2028 και από το 2029 περιλαμβάνεται και η εκτιμώμενη ζήτηση των υπό διασύνδεση Δωδεκανήσων και των Νήσων του Βορείου Αιγαίου αντίστοιχα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η περίοδος 2022-2025, όταν και προγραμματίζεται η απόσυρση των περισσότερων λιγνιτικών μονάδων που σχεδιάζεται να αντικατασταθούν με αντίστοιχες φυσικού αερίου ώστε να καλυφθεί το κενό. Η έντονη άνοδος της ζήτησης που “βλέπει” ο ΑΔΜΗΕ για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σίγουρα αποτελεί αιτία πολύ μεγάλου προβληματισμού, ιδίως αν αναλογιστούμε και την προειδοποίηση του ENTSO-E ότι «η χώρα μας δεν θα πρέπει να βασίζεται τόσο πολύ στις εισαγωγές στο υπόλοιπο της δεκαετίας που διανύουμε».
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι στις προβλέψεις του Διαχειριστή συμπεριλαμβάνεται η εκτιμώμενη ταχύτατη αύξηση κατανάλωσης για τη φόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων, η οποία σύμφωνα με το σενάριο του Εθνικού Σχεδίου Ενεργειακής Κατανάλωσης (ΕΣΕΚ) εκτιμάται περί τις 120 GWh για το έτος 2025 και περί τις 1000 GWh για το έτος 2032.
Αναφορικά με το παρελθόν, στην περίοδο 2000 – 2008 υπήρξε συνεχής αύξηση της συνολικής καθαρής ζήτησης. Στη συνέχεια, ως επακόλουθο της οικονομικής κρίσης, παρατηρείται συνεχής μείωση, ενώ έπειτα από το 2013 έως και σήμερα παρατηρείται μια σταθεροποίηση της συνολικής καθαρής ζήτησης περί τις 51 TWh Επιπλέον, συμπεριλαμβάνεται και η ζήτηση των προς διασύνδεση νησιών.
Τέλος, αντίστοιχη πορεία με τη συνολική ζήτηση αναμένεται να ακολουθήσουν και οι αιχμές στο σύστημα. Οι αιχμές της ζήτησης εξαρτώνται πλέον περισσότερο από τον καιρό (πολλή ζέστη το καλοκαίρι- υπερβολικό κρύο το χειμώνα που προκαλούν υπερχρήση κλιματιστικών).
Ο ΑΔΜΗΕ παρατηρεί σχετικά ότι «η πρόβλεψη της αιχμής παρουσιάζει μεγαλύτερη αβεβαιότητα από την πρόβλεψη της ζήτησης της ενέργειας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ζήτηση της ισχύος, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, όταν εμφανίζεται η μέγιστη ετήσια αιχμή, εξαρτάται πολύ έντονα από τον καιρό και κυρίως από τη θερμοκρασία, αλλά και δευτερευόντως από τη διάρκεια των περιόδων των υψηλών θερμοκρασιών. Αυτή η εξάρτηση φαίνεται να εντείνεται συνεχώς. Παρόμοια έντονη εξάρτηση από τις χαμηλές θερμοκρασίες εμφανίζουν οι χειμερινές αιχμές. Επιπλέον, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ αυξάνει την αβεβαιότητα της πρόβλεψης των αιχμών που θα κληθεί να ικανοποιήσει το Σύστημα».