Στις 8 Μαρτίου τοποθετεί το πρώτο της «ραντεβού» με την ελληνική οικονομία η DBRS για το 2024, όπως ανακοίνωσε ο καναδικός οίκος αξιολόγησης.
Μετά το πέρας αυτής της ετυμηγορίας, η επόμενη αξιολόγηση είναι προγραμματισμένη για την 6η Σεπτεμβρίου, χωρίς να τίθεται προς ώρας τρίτη αξιολόγηση για το νέο έτος.
Να υπενθυμίσουμε πως η S&P τοποθέτησε την πρώτη αξιολόγηση της Ελλάδας για το νέο έτος στις 19 Απριλίου και τη δεύτερη αξιολόγηση στις 18 Οκτωβρίου του 2024. Μετά την τελευταία αναβάθμιση η S&P τοποθετεί την ελληνική οικονομία στο «ΒΒΒ-» με σταθερές προοπτικές.
Αξίζει να επισημάνουμε πως η αναβάθμιση της Fitch ήταν αυτή που ξεκλείδωσε ουσιαστικά την πλήρη ένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στους διεθνείς δείκτες που παρακολουθούν οι κορυφαίοι διαχειριστές παγκοσμίως. Τα ελληνικά ομόλογα θα βρεθούν στους κορυφαίους δείκτες, καθώς για την ένταξη στον δείκτη Bloomberg Barclays, χρειάζονται δύο investment grade αξιολογήσεις από Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch (ο στόχος επετεύχθη πλέον), για τον iBoxx χρειάζεται αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας κατά μέσο όρο από τους τρεις παραπάνω (επίσης) και για τον FTSE Russell χρειάζεται αναβάθμιση στη βαθμίδα «Α-» τόσο από τη Standard & Poor’s όσο και από τη Moody’s (δεν έχει επιτευχθεί ακόμη).
Η Bloomberg Index Services θα εισάγει εκ νέου τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στα υψηλότερα benchmarks του παγκόσμιου χρέους από την 1η Ιανουαρίου 2024. Αναλυτικά, 17 ομολογιακές εκδόσεις ελληνικού κρατικού χρέους αξίας 73 δισ. ευρώ πρόκειται να εισέλθουν σε δείκτες που προορίζονται για χρέος που διαθέτει investment grade.
Προς ολίγων ημερών ο ΟΔΔΗΧ ανακοίνωσε πως στοχεύει στην άντληση 10 δισ. ευρώ για το νέο έτος μέσα από εκδόσεις κρατικών ομολόγων.
Οι συνολικές δανειακές ανάγκες θα φτάσουν τα 18,9 δισ. ευρώ το 2023, σύμφωνα με τον Οργανισμό ο οποίος δημοσίευσε σήμερα τη στρατηγική χρηματοδότησης για το 2024. Πιο αναλυτικά, το ελληνικό Δημόσιο θα χρειαστεί: 5,463 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση ομολόγων που λήγουν, 4,8 δισ. ευρώ για αποπληρωμή τόκων και άλλων επιμέρους υποχρεώσεων, 12 δισ. ευρώ για την οριστική εξόφληση εντόκων γραμματίων και 3,589 δισ. ευρώ για ανάγκες ρευστότητας σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του 2024, ενώ από το σύνολο των αναγκών αφαιρούνται 6,9 δισ. ευρώ λόγω των εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα.