Για εικόνα ισχυρής ανάκαμψης από την ύφεση του 2020, με σημαντική αύξηση των επενδύσεων, η οποία όμως συνοδεύεται από επιμονή των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού, κάνει λόγο ο επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος, σε σχόλιό του μετά την ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ των αποτελεσμάτων του ΑΕΠ για το 4ο τρίμηνο του 2021 και για το σύνολο του έτους.
«Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) για το σύνολο του 2021, σε όρους όγκου ανήλθε σε 181,0 δισ. ευρώ έναντι 167,1 δισ. ευρώ το 2020, αυξημένο κατά 8,3%. Το αποτέλεσμα σχεδόν ταυτίζεται με την πρόβλεψή που είχαμε διατυπώσει (8,2%). Σε τρέχουσες τιμές το ΑΕΠ ανήλθε σε 182,8 δισ. ευρώ έναντι 165,3 δισ. ευρώ το 2020 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10,6%», σημειώνει ο κ. Αναστασάτος.
«Με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ΑΕΠ σε όρους όγκου, κατά το 4ο τρίμηνο 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 0,4% σε τριμηνιαία βάση και κατά 7,7% σε ετήσια βάση, κάπως μικρότερη σε σχέση με τα προηγούμενα δύο τρίμηνα, λόγω χαμηλότερης επίδρασης βάσης. Η αύξηση αυτή βασίστηκε σε σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 9,7% (πάντα σε ετήσια βάση), αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 24,1% και των επενδύσεων παγίων κατά επίσης 24,1% (και θετική μεταβολή των αποθεμάτων). Είναι αξιοσημείωτο, επίσης», σημειώνει ο οικονομολόγος της Eurobank, «το ότι οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό, αυξήθηκαν αυτό το τρίμηνο κατά 61%. Αντίθετα, αρνητική ήταν η συνεισφορά των εισαγωγών που αυξήθηκαν κατά 33,2%».
«Η γενική εικόνα», επισημαίνει ο κ. Αναστασάτος, «είναι αυτή μίας ισχυρής ανάκαμψης από την ύφεση του 2020, με σημαντική αύξηση των επενδύσεων, η οποία όμως συνοδεύεται από επιμονή των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού».
Στη συνέχεια αναφέρει πως «το γεγονός ότι το ΑΕΠ δεν παρουσίασε τελικά υπεραπόδοση έναντι των προβλέψεων της ΕΕ, μπορεί να αποδοθεί στα εξής:
α) η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε σημαντικά προς τα κάτω το αποτέλεσμα του 2ου (από +16,6% σε 15,1%) και του 3ου τριμήνου του έτους (από +13,4% σε 11,4%), και του 1ου ελαφρώς ανοδικά (από -1,9% σε -1,4%)
β) ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3%, ώστε οι ονομαστικές ροές μεταφράζονται σε μικρότερες πραγματικές σε σχέση με τις επίσημες προβλέψεις. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ονομαστική αύξηση των επενδύσεων σε αποθέματα είναι πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική (ήτοι ο σχετικός αποπληθωριστής είναι πολύ υψηλός)
γ) η κάμψη των κατασκευών προς το τέλος του έτους, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αύξηση στο κόστος των οικοδομικών υλικών
δ) επιταχυνόμενη αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Το φαινόμενο αποδεικνύει την μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, τόσο της κατανάλωσης, όσο και της ελληνικής παραγωγής σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά. Αποτελεί διαχρονική, δομική αδυναμία του ελληνικού ΑΕΠ οι περίοδοι ανάπτυξης να συνοδεύονται από ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου. Γεννάται το ερώτημα εάν το ελληνικό αναπτυξιακό υπόδειγμα έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε να παράγει βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργεί ελλείμματα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Το ζήτημα θα μας απασχολήσει και την παρούσα χρονιά, έτι περαιτέρω μετά τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας
ε) η επιβράδυνση της δημόσιας κατανάλωσης, που από θετική συνεισφορά στα πρώτα τρίμηνα γύρισε σε αρνητική το 4ο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την συνεισφορά των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης στην ανάκαμψη του 2021 και, ως εκ τούτου, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την παρούσα χρονιά στην οποία το δημοσιονομικό έλλειμμα πρέπει να περιοριστεί (στόχος του προϋπολογισμού 2022 για πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα στο -1,4% του ΑΕΠ, από -7% το 2021)», καταλήγει ο κ. Αναστασάτος.