Συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι η αναστολή χορήγησης των συντάξεων σε όσους έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση άνω των 6 μηνών και για όσο χρόνο εκτίουν την ποινή σε κατάστημα κράτησης (δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις υφ΄ όρων απόλυσης με ηλεκτρονικό βραχιολάκι, μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία, κ.λπ.), έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και αναίρεσε εφετειακή απόφαση υπερ καταδικασθέντα σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση της συζύγου.
Μετά από αυτό προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια, υποστηρίζοντας, ότι ο α.ν. 1846/1951 που προβλέπει την αναστολή των συντάξεων σε περίπτωση φυλάκισης άνω των 6 μηνών, αντιβαίνει στις συνταγματικές επιταγές (περί ισότητας, της μεριμνάς του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, της αρχής της χρηστής διοίκησης, κ.λπ.).
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι ο επίμαχος αναγκαστικός νόμος του 1951 είναι αντίθετος στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Στην συνέχεια το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι ο νόμος αυτός σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του καταστατικού του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ αντίκειται ευθέως στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και στην συνταγματική υποχρέωση του κράτους για μέριμνα κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22 Συντάγματος) και πέρα από όλα αυτά δεν αποσκοπεί σε δημόσιο σκοπό.
Προσφυγή του e-ΕΦΚΑ στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Ο e-EΦΚΑ προσέφυγε στο ΣτΕ και ζήτησε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση. Η επταμελής σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα (Σίσσυ) Χρυσικοπούλου και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σκαρβέλης) με την υπ΄ αριθμ. 1254/2021 απόφασή της, κατά πλειοψηφία, έκανε δεκτή την αίτηση του ασφαλιστικού φορέα, αναίρεσε την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν κατά πλειοψηφία, ότι δεν παραβιάζουν τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε αντίκεινται σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή, οι διατάξεις του α.ν. 1846/1951, που ορίζουν ότι αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης εάν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των 6 μηνών για όσο χρόνο την εκτίει και ότι, εφόσον υπάρχουν πρόσωπα που σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου θα λάμβαναν σύνταξη, αυτά δικαιούνται σε απόληψη της σύνταξης που θα τους καταβαλλόταν σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου.
Ως έκτιση νοείται αποκλειστικά ο φυσικός εγκλεισμός
Διευκρινίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι η αναστολή της καταβολής της σύνταξης «δεν έχει ως κύριο σκοπό την αποτροπή των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή την εκδήλωση αποδοκιμασίας για την επιδειχθείσα εγκληματική συμπεριφορά τους ή την επιβολή σε αυτούς μιας επί πλέον κύρωσης, αλλά στοχεύει πρωτίστως στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος σκοπού να μην υφίσταται το κοινωνικό σύνολο τη διπλή οικονομική επιβάρυνση της καταβολής στον εκτίοντα την ποινή των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν στον χρόνο που την εκτίει και της ανάληψης από το Δημόσιο των δαπανών διαβίωσής του κατά τον ίδιο χρόνο» και συνεχίζουν:
«Ο χαρακτήρας της οικονομικής αυτής επιβάρυνσης ως διπλής δεν αίρεται εκ του ότι επιβαρύνονται με αυτήν ο ασφαλιστικός φορέας κύριας ή επικουρικής ασφάλισης και το Ελληνικό Δημόσιο, δεδομένου, άλλωστε, ότι το Ελληνικό Δημόσιο συμμετέχει διαχρονικά ποικιλοτρόπως στη συνταξιοδοτική δαπάνη. Ενόψει μάλιστα του ότι το σύνολο εκείνων των δαπανών διαβίωσης του καταδικασθέντος συνταξιούχου, που μπορεί να ανακύψουν όταν είναι έγκλειστος σε κατάστημα κράτησης, καλύπτεται από το Δημόσιο, περιλαμβανομένων και των δαπανών για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, καθώς και για μόρφωση, άθληση, πολιτιστικές δραστηριότητες, δημιουργική απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση (άρθρα 27, 30 και 34 του Σωφρονιστικού Κώδικα, ν. 2776/1999), η καταβολή στον συνταξιούχο, ο οποίος εκτίει την στερητική της ελευθερίας ποινή άνω των 6 μηνών που του επιβλήθηκε στο κατάστημα κράτησης, των συγκεκριμένων ποσών συντάξεων που αναλογούν κατά τη διάρκεια που αυτός είναι έγκλειστος στο κατάστημα κράτησης θα χωρούσε χωρίς να συντρέχει πλέον ο δικαιολογητικός λόγος προς τούτο (εξασφάλιση στον συνταξιούχο των μέσων για αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου), και θα μετέτρεπε τη συνταξιοδοτική παροχή από μέσο αντιμετώπισης των βιοτικών αναγκών του συνταξιούχου σε αιτία πλουτισμού του ίδιου».
Τι υποστήριξε η μειοψηφία
Κατά την άποψη της μειοψηφίας μιας συμβούλου και των παρέδρων της δικαστικής σύνθεσης (οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου) «το άρθρο 29 α.ν. 1846/1951 αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 22 παρ. 5 Συντ., διότι προβλέπεται με αυτήν η πλήρης αποστέρηση του εκτίοντος την στερητική της ελευθερίας ποινή, κατά το διάστημα εκτίσεως της εν λόγω ποινής, από το απορρέον από την κοινωνικοασφαλιστική σχέση δικαίωμά του προς λήψη συντάξεως για λόγους μη συνδεομένους προς την σχέση τούτου με τον οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή λόγους μη τελούντες σε συνάφεια με το σκοπό απονομής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, ο οποίος συνίσταται στην, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του άμεσα ή του έμμεσα ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθενείας, αναπηρίας, θανάτου κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται ή τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν ο συνταξιούχος διαθέτει και άλλους πόρους ικανούς να καλύψουν τις βιοτικές ανάγκες του».